Δεκαετία ’60 και ένας βοηθός παραγωγής έχει φτάσει νωρίτερα στο σπίτι του Ορέστη Μακρή, να τον πάρει για γύρισμα. Ο ηθοποιός ήταν μεν έτοιμος αλλά δεν έβγαινε από το σπίτι του. Ο βοηθός περίμενε στην αυλή και είχε αγχωθεί. Ύστερα από λίγο βγήκε ο Μακρής έξω και γύρισε και είπε «Καλημέρα. Τώρα είναι η ώρα που είχαμε κανονίσει να έρθετε να με πάρετε». Βγήκε και η γυναίκα του, κέρασε τον βοηθό. Ο ηθοποιός μπήκε στο αυτοκίνητο και έκανε νόημα στο βοηθό να φύγουν. Αυστηρός επαγγελματίας και τυπικός σε όλα του.
Από τη Χαλκίδα στον μεγάλο έρωτα
Ο ηθοποιός, που όπως είχε γραφτεί αν ζούσε στην Αμερική, θα είχε σαρώσει τα Όσκαρ με τις ερμηνείες του, γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 30 Σεπτεμβρίου 1899. Σπούδασε φωνητική μουσική στο Ωδείο Αθηνών και στα 20 του στρατεύτηκε και υπηρέτησε στη Μικρά Ασία. Έκανε ντεμπούτο το 1925 στο θίασο οπερέτας της Ροζαλίας Νίκα. Σύντομα διέπρεψε με το εντυπωσιακό παράστημα και τη γοητευτική του φωνή, ερμηνεύοντας το «Τανγκό της Λεϊλά» που συγκίνησε το κοινό της εποχής.
Το 1928 σε περιοδεία στην επαρχία με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, ο συνήθως μετρημένος και ήσυχος ηθοποιός, αποφάσισε να κάνει ορισμένες μιμήσεις για να τους φέρει στο κέφι. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας από θέση οκλαδόν και με φωνή σπαστή και συρτή τους έκανε τον μεθυσμένο. Όλοι λύθηκαν στα γέλια και δεν θα ήταν παρά ένα αστείο, αν δεν βρισκόταν ανάμεσά τους ο Βεάκης. Μόλις τον είδε, κατάλαβε ότι ο νεαρός τενόρος δεν έπρεπε να περιοριστεί στο τραγούδι. «Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο», του είπε χαρακτηριστικά και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.
Το 1932, ο Ορέστης Μακρής εμφανίστηκε στο Ρεξ παίζοντας στην επιθεώρηση Παπαγάλος, όπου επιχείρησε το νέο του ξεκίνημα. «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», έλεγε κάνοντας το μεθυσμένο και ξεσηκώνοντας το κοινό που έσπευδε στο θέατρο μόνο και μόνο για να απολαύσει το συγκεκριμένο νούμερο. Μετά από αυτή την επιτυχία, εκτοξεύεται και γίνεται αστέρι πρώτης γραμμής.
Το 1925 δεν ήταν όμως μόνο μια σημαντική χρονιά για τα επαγγελματικά του, αλλά και για τη ζωή του. Έμενε τότε στην Πλάκα και μια μέρα γνώρισε τη 15χρονη Βαρβάρα. Προέκυψε έρωτας, παρόλη την διαφορά των 12 χρόνων που τους χώριζαν. Όμως υπήρχε και ένα άλλο πρόβλημα. Οι γονείς εκείνης όμως δεν ήθελαν έναν θεατρίνο για γαμπρό τους. Συν τη διαφορά της ηλικίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα εκείνος να «κλέψει» εκείνη και να ζήσουν τον έρωτά τους.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά την Κατερίνα και τον Θεμιστοκλή και το 1929 με τον θάνατο του πατέρα της Βαρβάρας οι σχέσεις της οικογένειας με τον Ορέστη Μακρή θα αποκατασταθούν καθώς τελευταία επιθυμία του είναι να επιστρέψει η κόρη στο πατρικό με τη νέα της οικογένεια. Μετακομίζουν στο πατρικό της στην οδό Αδριανού στην Πλάκα.
Ο μεθύστακας που δεν έπινε
Ο ρόλος του αλκοολικού άρχισε από την επιθεώρηση. Αλλά το 1950 γίνεται δράμα και μάλιστα καραμπινάτο. Και γεμίζουν οι αίθουσες και ο κόσμος σπαράζει στο κλάμα, με τον αλκοολικό μεθύστακα που έχει χάσει το γιο του και το έχει ρίξει στο ποτό να ξεχαστεί. Ο Ορέστης Μακρής στα 50 του δίνει μια ερμηνεία ζωής που ακόμα και σήμερα είναι αξεπέραστη. Οι φήμες θέλουν τον Φίνο να μην τον πιστεύει αρχικά και οι δύο άντρες να τσακώνονται. Όμως μεσολάβησε ο Γιώργος Τζαβέλας και προέκυψε αυτό το αριστούργημα.
Έκτοτε αρχίζει η μεγάλη κινηματογραφική καριέρα του Μακρή. Είτε ως αλκοολικός , είτε ως αυστηρός πατέρας. Κλισάρισμα ναι, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα – ειδικά τότε– αν κάνεις μια επιτυχία, δύσκολα σε εμπιστεύονται για κάτι άλλο.
Όσο για τη σχέση του ηθοποιού με το ποτό; «Πολλοί με ρωτούν: Έπινε ο παππούς σου; Το έτσουζε; Και εγώ τους απαντώ: Ηθοποιός ήταν, όχι αλκοολικός», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, ο εγγονός του Φώτης Λίνος.
Η άλλη πλευρά
Μετά την εμπορική αποτυχία της Κυράς της μαμής, ο Μακρής απομακρύνεται από τη Φίνος Φιλμ και δουλεύει με μικρότερες εταιρείες. Συνεχίζει να διαπρέπει και στο θέατρο κυρίως στην επιθεώρηση. Το 1954 στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας και καθιέρωσης, η οικογένεια θα εγκατασταθεί στο Χαλάνδρι σε ένα υπέροχο σπίτι γεμάτο κερασιές, όπου θα ζήσει μέχρι και το «χαμό» του το 1975. Στα τελευταία του όλοι τον ανακαλούσαν ως έναν χαρούμενο, χορτασμένο από την επιτυχία και ευτυχισμένο άνθρωπο που απολάμβανε να περνά τον χρόνο του κοντά στην οικογένειά του.
Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε από τον εγγονό του να τον πάει για μια τελευταία φορά στην παλιά του γειτονιά στη Χαλκίδα και λίγο πριν κλείσει τα μάτια του είπε στην κόρη του: «Τώρα μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριε».
Πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1975, από κρυολόγημα που εξελίχθηκε σε πνευμονικό οίδημα, στο σπίτι του και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο στον οικογενειακό του τάφο.
Ο Ορέστης Μακρής μέσα από τα μάτια του εγγονού του
«Ήταν πολύ τρυφερός… Αν δεν τον φιλούσες παρεξηγιόταν! Πολλοί με ρωτούν πώς έβλεπα τον παππού μου που ήταν διάσημος ηθοποιός; Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι: Σαν παππού! Για μένα ήταν πρώτα ο παππούς μου και δευτερευόντως ο Ορέστης Μακρής. Ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στην κλασική μουσική. Καθόμασταν ώρες και ακούγαμε κυρίως Μπετόβεν, που τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο μουσουργό, και μου εξηγούσε το ρόλο του κάθε οργάνου και τι ήθελε να πει, να εκφράσει ο συνθέτης. Δεν θα ξεχάσω όταν με έπαιρνε μαζί του στο θέατρο, τους συναδέλφους του ηθοποιούς, πόσο ζεστά με αγκάλιαζαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες ηθοποιοί σαν τη Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τη Ρένα Ντορ, ή την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, με γέμιζαν φιλιά και με έπνιγαν στο μπούστο τους – ήμουν μικρούλης και δεν υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης. Όπως επίσης δεν θα ξεχάσω τις μούτες του Αυλωνίτη που μου έκανε από σκηνής για να με κάνει να γελάσω, εννοείται εκτός ρόλου», έχει πει ο Φώτης Λίνος.
https://www.youtube.com/watch?v=m4htFaNia3U
Σπύρος Δευτεραίος