Ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων του Καζακστάν και της Κιργιζίας «Φιλία» Παύλος Θεοδωρίδης γιόρτασε τα 80ά του γενέθλια, στις 22 Ιανουαρίου 2023. Το 2018 στην 25η επέτειο της ίδρυσης της Ομοσπονδίας ο ακούραστος πρωτεργάτης του ελληνικού κοινωνικού κινήματος της Δημοκρατίας του Καζακστάν αποχώρησε από τη θέση του προέδρου, όμως έμεινε κοντά στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας.
Μεγάλωσε, σπούδασε, δημιούργησε όμορφη οικογένεια με τέσσερα παιδιά στο Καζακστάν, όπου συνεχίζει να ζει με τη σύζυγό του Νίνα (γένος Παπαζίδη) και σήμερα.
Το Καζακστάν έγινε δεύτερη πατρίδα για δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1940, εξορισμένους στην Ασία από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου στα πλαίσια των σταλινικών διώξεων.
Ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος σφράγισε τις μακροχρόνιες προσπάθειες του Παύλου Θεοδωρίδη να κρατήσει ψηλά τα ιδανικά του ελληνισμού σε μια μακρινή και μεγάλη χώρα της Ασίας, στη Δημοκρατία του Καζακστάν. Ήταν από τους πρώτους που σχημάτισαν το ΔΣ του πρώτου Συλλόγου Ελλήνων «Η Ηώς» στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, την πόλη Αλμάτι (τότε Αλμά-Ατά).
Φυσικός στο επάγγελμα έχει αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην εργασία στον τομέα ενέργειας στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία Καζακστάν, σε όλη την επικράτεια της ΕΣΣΔ και αργότερα στη νεοσύστατη Δημοκρατία του Καζακστάν. Διατέλεσε μέλος της Συνέλευσης των Λαών του Καζακστάν υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας του Καζακστάν και πολλές φορές τιμήθηκε με τα ανώτατα παράσημα και μετάλλια του κράτους. Ωστόσο ειδική θέση στην ελληνική του ψυχή κατέχει ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος, ένα από τα ανώτατα παράσημα της Ελλάδας.
Η ιστορία μιας ποντιακής οικογένειας
Η οικογένεια του Παύλου Θεοδωρίδη, όπως είπε στο pontosnews.gr κατά τη διάρκεια συνέντευξης, κατάγεται από τον Πόντο και από τους δύο γονείς του.
«Δυστυχώς δεν γνωρίζω πολλά πράγματα για την περίοδο, όταν οι δικοί μου πρόγονοι ζούσαν στον Πόντο. Ξέρω πως το σόι του πατέρα μου προερχόταν από την Σαμψούντα και της μητέρας μου από την Τραπεζούντα. Το 1915 έφυγαν από τον Πόντο προς την περιοχή Κουμπάν της Νότιας Ρωσίας. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Κουμπάν και ζούσαν στη στανίτσα Γκεόργκιε-Αφίπσκαγια (από το 1958, οικισμός Αφίπσκι) μέχρι την εξορία στο Καζακστάν, το καλοκαίρι του 1942.
»Ο πατέρας μου Ιβάν (Ιωάννης) Θεοδωρίδης του Ιωάννη και της Δέσποινας Χαραλαμπίδη γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1917 και η μητέρα μου Μαρία Καραγιαννίδη του Παναγιώτη και της Σοφίας Σεραλίδη γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1923. Ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή στην ηλικία των 83 ετών στις 23 Απριλίου 2000. Η μητέρα μου, στην ηλικία 84 ετών στις 3 Ιουνίου 2008. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1941, λίγο πριν την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου της ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία. Το Καλοκαίρι του 1942, πριν να φθάσουν τα γερμανικά στρατεύματα στην περιοχή Κουμπάν, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων με ελληνική υπηκοότητα εξορίστηκαν στην Ασία. Ανάμεσα τους ήταν και οι γονείς μου…», διηγείται ο Παύλος Θεοδωρίδης ενώ ξετυλίγει το κουβάρι της οικογενειακής ιστορίας του.
Οι Έλληνες, τους οποίους πρόλαβαν να εξορίσουν το καλοκαίρι του 1942, στην πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στην πόλη Μαχατσκαλά, την πρωτεύουσα του Νταγκεστάν. Εκεί τους εξορισμένους πλησίασε ο εκπρόσωπος του εργοστασίου κονσερβοποίησης της πόλης Μπουινάκσκ, που λειτουργούσε για τις ανάγκες του μετώπου με τους Γερμανούς. Ο εκπρόσωπος του εργοστασίου έπεισε μερικούς από τους Έλληνες, που σύμφωνα με τις οδηγίες του Ν.Κ.Β.Ντ (Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ) έπρεπε να φθάσουν στο βόρειο Καζακστάν, να μείνουν και να εργαστούν στο Μπουινάκσκ. Ο Ιβάν και η Μαρία με την άδεια των σοβιετικών Αρχών επέλεξαν να μείνουν στο Νταγκεστάν. Αυτή η περιοχή του Βόρειου Καυκάσου δεν απείχε πολύ από το Κουμπάν.
Στο Μπουινάκσκ γεννήθηκαν και τα τρία παιδιά της οικογένειας Θεοδωρίδη. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Παύλος γεννήθηκε το 1943, ο μεσαίος Ιβάν το 1946 (απεβίωσε το 2005) και η μικρότερη αδελφή Δέσποινα το 1951. Η Δέσποινα Κασαπίδη είναι πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου της πόλης Τεμιρτάου, όπου μένει σήμερα. Η οικογένεια Θεοδωρίδη έβαζε πάντα τα ελληνικά εθνικά ιδανικά σε πρώτο πλάνο και τα κράτησε σε αντίξοες συνθήκες.
«Οι γονείς μας μας πίεζαν να μιλάμε ελληνικά (ποντιακή διάλεκτος). Οι γονείς ήξεραν καλά τη γλώσσα, στα παιδικά τους χρόνια πήγαν στο ελληνικό σχολείο. Ο πατέρας ήξερε και τα τουρκικά. Τουρκική ρίζα έχει και η γλώσσα του λαού των Κουμίκων, που κατοικούσαν στο Νταγκεστάν μαζί με δεκάδες άλλες φυλές της περιοχής. Ο πατέρας ήξερε τραγούδια στην τουρκική γλώσσα. Είχαμε σπίτι ακόμα από τον Πόντο την Αγία Γραφή στην τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα. Διατηρούσαμε τα ελληνικά μας εθνικά χαρακτηριστικά, παρά τους διωγμούς και εξορίες. Οι Έλληνες σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Θυμάμαι ποντιακούς γάμους με όλα τα σχετικά ήθη και έθιμα, όπως το νυφόπαρμαν. Θυμάμαι, πώς περιμέναμε τα ελληνικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Αψηφούσαμε τα πάντα για να ζούμε σύμφωνα με την δική μας ποντιακή παράδοση», συνέχισε ο Παύλος Θεοδωρίδης.
Η ζωή στο Καζακστάν
Ο Ιβάν και η Μαρία έζησαν στο Μπουινάκσκ μέχρι το 1956. Εκείνη τη χρονιά άρθηκε η δέσμευση για τους εξορισμένους λαούς να ζουν σε ειδικές ζώνες διαμονής. Το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε καταδικάσει την πολιτική του Στάλιν. Οι Έλληνες όμως δεν μπορούσαν με τους προσωπικούς τους πόρους να αλλάξουν εύκολα τη μοίρα τους. Ο Ιβάν εκείνο τον καιρό απολύθηκε από το εργοστάσιο. Πολύ δύσκολα έβγαζαν πέρα με τα τρία παιδιά. Η Μαρία ήταν καλή μοδίστρα και με το ράψιμο βοηθούσε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Δίπλα της ήταν και ο μεγαλύτερος γιος της Παύλος, ο οποίος από το 1950 άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο. Ήταν καλός μαθητής. Η καθηγήτρια του έδινε τα τετράδια των συμμαθητών του για έλεγχο.
«Σιδέρωνα τα πουκάμισα, που έραβε η μαμά, για να προλαβαίνει να κάνει περισσότερη δουλειά. Όμως και αυτό δεν βοηθούσε πολύ. Τρώγαμε μόνο τα τουρσί. Το κοτόπουλο το τρώγαμε μόνο το Πάσχα. Επιβιώναμε πολύ δύσκολα. Ο πατέρας μας αποφάσισε να πάει στην πόλη Τεμιρτάου, όπου ζούσε ήδη μια από τις τέσσερις αδελφές του, η Ελισάβετ. Όταν μετακομίσαμε σε αυτή την πόλη του βόρειου Καζακστάν, νόμιζα πως βρέθηκα στον παράδεισο. Πρώτη φορά είδα αρκετό κρέας, ψάρι και χαλβά. Με έναν φίλο πηγαίναμε στην Εστία των μεταλλουργών του Τεμιρτάου. Εκεί μόνος μου έμαθα να παίζω κλαρίνο. Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής έμαθα να παίζω και το σαξόφωνο. Ασχολούμουν με αθλήματα, όπως η καλαθοσφαίριση και το ποδόσφαιρο», με συγκίνηση περιέγραψε τις δυσκολίες των παιδικών του χρόνων ο συνομιλητής μου.
Το 1960 ο Παύλος Θεοδωρίδης τελείωσε το σχολείο μέσης εκπαίδευσης του Τεμιρτάου και την ίδια χρονιά πέρασε στο Πανεπιστήμιο του Νοβοσιμπίρσκ (Σιβηρία). Οι εξετάσεις ήταν δύσκολες, 600 άτομα διεκδικούσαν 25 θέσεις της Σχολής Μηχανικών. Όμως ο Παύλος, παρά την επιτυχία του, μετά από ένα χρόνο σπουδών γύρισε στο Τεμιρτάου. Το 1962 έκανε τη δεύτερη προσπάθεια και μπήκε στη Φυσικοτεχνική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου του Καζακστάν «Σ.Μ. Κίροφ» (σήμερα Εθνικό Πανεπιστήμιο του Καζακστάν «Αλ-Φαράμπι», όπου σπούδασε μέχρι το 1968. Από το 1964 μεταγράφτηκε στο βραδινό τμήμα.
«Μετά τις σπουδές έπιασα δουλειά στην κρατική επιχείρηση KazTechEnergo, που επιτηρούσε τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια (εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας). Έφθασα μέχρι τη θέση του υποδιευθυντή. Επισκέφτηκα πολλά μέρη της ΕΣΣΔ. Το πιο μεγάλο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, που επιτηρούσα με την ομάδα ειδικών, ήταν «Σαγιάνο-Σούσενσκαγια». Συνεργαζόμουν και με τους συναδέλφους στη Μόσχα. Σε αυτή τη θέση εργαζόμουν μέχρι το 1998. Εκτός από επαγγελματικές εμπειρίες, θυμάμαι και πολλές προσωπικές στιγμές.
»Στη διάρκεια μιας από τις αποστολές μου λόγω των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων επισκέφτηκα την πόλη Κιζιλρντά του νότιου Καζακστάν. Κοντά στο ξενοδοχείο πρόσεξα μια ομάδα ανθρώπων, που όπως μου φάνηκε, έμοιαζαν να είναι Έλληνες. Τους πλησίασα, άκουσα πως μιλάνε ρωμαίικα (ποντιακά) μεταξύ τους, τους μίλησα. Ήταν μια ομάδα εργαζομένων στην ασφαλτόστρωση των δρόμων. Μία γυναίκα, όταν άκουσε το επώνυμό μου, με ρώτησε πως είναι τα μικρά ονόματα των γονιών μου. Ξαφνιάστηκα, όταν μου είπε πως ήταν συμμαθήτρια της μητέρας μου στο σχολείο. Πάντα ενδιαφερόμουν για τη ζωή των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Στη διάρκεια της ζωής μου τράβηξα πολλά βίντεο με παλιά κάμερα με ταινία. Έχω στιγμές από γάμους και διάφορες άλλες εκδηλώσεις των συγγενών και των συμπατριωτών μου», συνέχισε.
Δίπλα στον Παύλο Θεοδωρίδη σε όλες του τις προσπάθειες ήταν η σύζυγός του Νίνα. Ο πατέρας της Παύλος Παπαζίδης του Κωνσταντίνου καταγόταν από το Βίτιαζεβο και η μητέρα Ελένη του Λαζάρου Κασαπίδη από τη Νίζνιαγια Μπακάνκα της περιφέρειας Κρασνοντάρ. Το 1942 εξορίστηκαν στο Τεμιρτάου.
Ο Παύλος και η Νίνα απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Μαρία, τη Νίνα, την Ελένη και τον Ιβάν.
Το κοινωνικό κίνημα των Ελλήνων του Καζακστάν
Τη δεκαετία του 1980, στην ΕΣΣΔ ξεκίνησαν να εφαρμόζονται μεγάλες και ιστορικές μεταρρυθμίσεις. Το 1989 οι Αρχές επέτρεψαν τη λειτουργία εθνικών κοινωνικών οργανώσεων, απαγορευμένων από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας. Ο Παύλος Θεοδωρίδης ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας του ελληνικού συλλόγου στο Αλμάτι με την ονομασία «Η Ηώς» και ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του. Μετά από τους Έλληνες της πόλης Αλμάτι στην ίδρυση συλλόγων προχώρησαν οι συμπατριώτες τους στις πόλεις Τσιμκέντ (σήμερα Σιμκέντ), Τζαμπούλ (σήμερα Ταράζ). Αργότερα ο αριθμός των ελληνικών συλλόγων στο Καζακστάν έφθασε στους 16. Στη θέση του προέδρου του συλλόγου «Η Ηώς» της πόλης Αλμάτι εκλέχτηκε ο Σπυρίδων Κοσμερίδης του Γεωργίου.
Το 1993 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Ελληνικών συλλόγων του Καζακστάν και της Κιργιζίας «Φιλία» (τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες της Κιργιζίας δεν συμμετέχουν στην ενιαία Ομοσπονδία). Πρόεδρος της Ομοσπονδίας εκλέχτηκε ο ακαδημαϊκός Γεώργιος Ξανθόπουλος του Ιωάννη (1929-2022). Ο Παύλος Θεοδωρίδης το 1993 έγινε γραμματέας και από το 2006 πρόεδρος της Ομοσπονδίας.
Το 1996 η Ομοσπονδία Ελληνικών συλλόγων του Καζακστάν και της Κιργιζίας προχώρησε σε δημιουργία χορωδίας «Ελπίδα» και του χορευτικού «Αφροδίτη». Καλλιτεχνικές ομάδες δημιουργήθηκαν επίσης στο χωριό Πανφίλοβο (προάστιο του Αλμάτι με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό), στις πόλεις Σιμκέντ, Κεντάου, Τεμιρτάου, Ακτιούμπινσκ, Παυλοντάρ, Κοστανάι και στην περιφέρεια της πόλης Αλμάτι. Στο Αλμάτι ιδρύθηκε η Ένωση της Ελληνικής Νεολαίας του Καζακστάν.
Στο Καζακστάν, σε συνεργασία με την Ελλάδα, άρχισαν να παραδίδονται μαθήματα νεοελληνικής γλώσσας. Στην πόλη Αλμάτι υλοποιήθηκε πρόγραμμα εκπαίδευσης καθηγητών νεοελληνικής γλώσσας.
Τα μαθήματα της νεοελληνικής γλώσσας παρακολουθούν και ενδιαφερόμενοι μη ελληνικής καταγωγής.
Από το 1996 μέχρι το 1999 εκπαιδεύτηκαν 16 καθηγητές που διδάσκουν τη νεοελληνική γλώσσα σε διάφορες πόλεις του Καζακστάν και στην Κιργιζία. Η Ομοσπονδία οργανώνει τακτικά τις Ημέρες Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού.
Το 1995 η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων του Καζακστάν έγινε μέλος του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή η Ομοσπονδία από το Καζακστάν ανήκε στην περιφέρεια Ασίας. Αργότερα για τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ οργανώθηκε ξεχωριστή περιφέρεια που το 2016 μετονομάστηκε σε «Περιφέρεια των χωρών της Μαύρης θάλασσας και της Κεντρικής Ασίας». Πρόεδρος της Περιφέρειας έγινε ο Ιβάν Σαββίδης.
Η Ομοσπονδία από το Καζακστάν ήταν δίπλα στις Ομοσπονδίες των υπόλοιπων χωρών της πρώην ΕΣΣΔ σε όλα τα νέα ξεκινήματα. Το 2010 ο Παύλος Θεοδωρίδης συμμετείχε στην πρώτη Πατριαρχική λειτουργία στο μοναστήρι Παναγία Σουμελά στον Πόντο.
Το 2018 με λαμπρότητα και με συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού από την Ελλάδα γιορτάστηκε η 25η επέτειος της ίδρυσης της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλογών του Καζακστάν «Φιλία». Μετά την επέτειο ο Παύλος Θεοδωρίδης δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος της Ομοσπονδίας, όμως συμμετέχει στο ΔΣ της.
Νέος πρόεδρος είναι Γεώργιος Ιορδανίδης του Κωνσταντίνου.
Στο τέλος της συζήτησης μας ο Παύλος Θεοδωρίδης τόνισε, πως ο αριθμός των Ελλήνων του Καζακστάν μειώθηκε δραματικά. Στην πρώτη φάση, μετά από το 1956, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων γύρισε στους προηγούμενους τόπους διαμονής τους στον Καύκασο. Τη δεκαετία του 1960 έγινε η μετεγκατάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα. Το 1989 στο Καζακστάν ζούσαν, ακόμα, 47.000 Έλληνες.
Τη δεκαετία του 1990 από το Καζακστάν προς την Ελλάδα έφυγαν 31.000 Έλληνες. Οι Έλληνες άφησαν καλό όνομα ανάμεσα σε άλλους λαούς του Καζακστάν. Οι μερικές χιλιάδες Έλληνες, που έμειναν στο Καζακστάν και έχουν συνδέσει το μέλλον τους με αυτή την περιοχή της Ασίας, συνεχίζουν να διατηρούν τον αρχαίο τους πολιτισμό.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός