«Ο περιλάλητος οπλαρχηγός Αντών’ πασάς είχε το βασίλειόν του εις τα βουνά της περιοχής Πάφρας, όπου και έδρασε μετά της συζύγου του Πελαγίας. Ήσαν αμφότεροι άριστοι σκοπευταί και ανδρείοι πολεμισταί».1
Πολύ λίγα είναι τα όσα γράφηκαν για την μορφή του Αντών’ πασά και για τα πολλά του κατορθώματα. Ήταν, λένε, τόσο άφοβος ώστε κι όταν ακόμα βρισκόταν με λιγοστά παλληκάρια του και τύχαινε να πέση επάνω σε γερό τούρκικο απόσπασμα δεν δείλιαζε ποτέ παρά χυμούσε ακράτητος κι έφερνε στους Τούρκους το φευγιό και την τρομάρα.
Μια τέτοια μάχη αναφέρουν της λίμνης Παλίκ‐κιολί, όπου είχε φτάσει, με τον σκοπό να πάρη ψάρια για την τροφοδοσία του σώματός του.
Καθώς το μάθανε οι Τούρκοι τρέξαν και του ρίχτηκαν μ’ ένα πολύ μεγάλο απόσπασμα. Το πιο φρόνιμο, βέβαια, θάταν να τα παρατήση και να φύγη, αλλά κάτι τέτοιο ήταν έξω απ’ τις συνήθειές του, αφήνει τα ψάρια και ρίχνεται με μανία πάνω στους Τούρκους με τους λίγους συντρόφους του, ανάβει το τουφεκίδι ώρες, λυγίζουν εκείνοι κι ύστερα παίρνουν δρόμο και τους κυνηγά επί δυο μερόνυχτα ως πού τα καταφέρνουν και γλυστρούν προς το βουνό Καληνλήχ νταγ, όπου και βρίσκουν τον σωσμό τους.
Από τους Ρώσους εφοδιαζόταν με όπλα κι ο Αντών’ πασάς. Αλλά οι Τούρκοι έχοντας αποχτήσει πείρα αγρυπνούσαν τώρα σ’ όλες τις ακτές, κι έτσι όταν κάποτε ο αρχηγός παίρνει ειδοποίηση ότι την τάδε του μηνός θα φτάση φορτίο στις ακτές της Πάφρας, ξέρει ότι δεν είναι εύκολη δουλειά η παραλαβή του.
Του χρειαζόταν ένα γερό σώμα για να μπορέση να κατέβη απ’ τα βουνά στην Πάφρα, γι’ αυτό και γρήγορα στέλνει ανθρώπους του στις γύρω αντάρτικες ομάδες, ζητώντας απ’ τους οπλαρχηγούς νάρθουν σ’ ενίσχυσή του.
Νάσου, λοιπόν, και ξεκινάνε απ’ τα λημέρια τους πολλές ομάδες, άλλοι καβαλαρέοι και άλλοι ποδαράτοι, περνάνε τις ρεματιές και τα φαράγγια, σκορπώντας στα ελληνοχώρια την ελπίδα και στα τουρκοχώρια τον φόβο. Μαζεύονται σιγά‐σιγά στο λημέρι του αρχηγού, τους βλέπει εκείνος, τους μετράει, κι όταν κρίνη ότι η δύναμή του είναι αρκετή δίνει το σύνθημα να ξεκινήσουν.
Οπλαρχηγοί, υπαρχηγοί, πρωτοπαλλήκαρα, παίρνουν τα μονοπάτια και ροβολάνε κατά κάτω, γεμίζουν οι βουνοπλαγιές από τις μαύρες φορεσιές –τα ξέρουν καλά τα μέρη οι αντάρτες, πέτρα με πέτρα, δέντρο με δέντρο– πολλά απ’ τα παλληκάρια είναι Παφρινοί καλοί πολεμιστές και ψυχωμένοι, δοκιμασμένοι στην κλεφτουριά και στο τουφέκι.
Περήφανος απάνω στ’ άλογό του ο Αντών’ πασάς, και πλάι του άλλη Αμαζόνα του αντάρτικου, η ξακουστή γυναίκα του Πελαγία.2
Ώρες και ώρες η πορεία κι άξαφνα νάτη που φαίνεται απ’ τα ψηλώματα της Πάφρας η γαλάζια θάλασσα, λίγο ακόμα κι οι αντάρτες φτάνουν στον προορισμό τους.
Ήρθε το ρούσικο πολεμικό με το φορτίο των όπλων, αλλά φτάσαν μαζί και τούρκικες δυνάμεις που πιάσανε τα πόστα για να χτυπήσουν τούτους τους ελεεινούς γκιαούρηδες, που δεν σκύβουν το κεφάλι για να τους σφάξουν, παρά έχουν το θράσος ν’ αρματώνωνται και να τους βάζουν σε μπελάδες. Δύσκολη θάναι τούτη η μάχη και θα κρατήση μέρες, γιατί είναι πολύς ο τούρκικος στρατός και κάμποσοι οι Έλληνες αντάρτες που ταμπουρώθηκαν στα γύρω κι είν’ έτοιμοι όχι μονάχα να κρατήσουνε την άμυνα, αλλά να πέσουν απάνω στον εχθρό, να τον λιανίσουν.
Ξεφορτώνει το καράβι κι αντιλαλά ο τόπος απ’ την αντάρα της μάχης.
Αγώνας ζωής και θανάτου είν’ αυτός – αγώνας των Τούρκων για το δικαίωμά τους ν’ αφανίζουν τους Χριστιανούς, και των Ελλήνων να προστατέψουν την ζωή και την τιμή τους, να πέσουν απάνω στον εχθρό, να τον λιανίσουν.
Πολλές μέρες κράτησε η μάχη, μ’ επιμονή, με λύσσα, με όλο και νέες ενισχύσεις των Τούρκων, που ωστόσο κρατήθηκαν μακρυά, θριάμβεψε η αντρειωσύνη του Αντών’ πασά και το αλάθητο βόλι των παλληκαριών του. Φρυάξανε για μια φορά ακόμα οι τούρκικες αρχές καθώς οι αντάρτες ξαναπήραν τα βουνά, έχοντας και τα φορτία με τα όπλα, φόβος και θρύλος έγινε τ’ όνομα του ψυχωμένου οπλαρχηγού, που όσοι γράψανε γι’ αυτόν τον λένε «Πόντιο Κολοκοτρώνη».
Αλλά η πιο σκληρή μάχη του Αντών’ πασά δόθηκε όταν οι τούρκικες αρχές βάζοντας πείσμα να τον εξοντώσουν, αποφασίζουν να τον χτυπήσουν μέσα στην ίδια τη φωλιά του και στέλνουν απόσπασμα από 800 άντρες που κυκλώνουν το λημέρι του.
Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη τώρα, γιατί οι Τούρκοι χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές κι ο Αντών’ πασάς έβλεπε ότι είναι κυκλωμένος. Γιουρούσια και κόντρα γιουρούσια, πείσμα από δω, λύσσα από κει, η μάχη κράτησε πολλές μέρες και στο τέλος οι Τούρκοι μη μπορώντας ν’ ανθέξουν περισσότερο στην ορμή των παλληκαριών του Αντών’ πασά, τα παρατάνε και φεύγουν ντροπιασμένοι, δίνοντάς του μια ακόμα μεγάλη νίκη.
Άλλος τρόπος, λοιπόν, δεν έμενε παρά η πονηριά, αλλιώς ήταν αδύνατο να γλυτώσουν απ’ τον καταραμένο τούτον γκιαούρη, που εξευτέλιζε το τούρκικο μιλέτι. Έτσι, πιάσαν και φτιάξαν μια επιτροπή απ’ τον μητροπολίτη Αμισού και πρόκριτους Έλληνες, ν’ ανέβη στο λημέρι του, να του προτείνει… ειρήνη.
Γιατί να χτυπιούνται άδικα Έλληνες και Τούρκοι; Αδέλφια δεν ήσαν; Ανάθεμα στον Ρώσο –καχρ ολσούν– που τους έβαλε να μαλώνουν και να χύνουν τζάμπα και βερεσέ το αίμα τους.
Ειδοποιήθηκε ο Αντών’ πασάς, ότι έρχεται στα λημέρια του μια επιτροπή από σεβάσμιους πατριώτες του και τους καλοδέχεται στο στρατηγείο του. Τους βάζει να καθήσουν κι εκείνοι του λένε ότι του φέρνουν προτάσεις των τούρκικων άρχων για συνεννόηση. Και ποιες, λοιπόν, είναι οι προτάσεις; Πρώτον, οι Τούρκοι τα συγχωράνε μεγαλόκαρδα όλα όσα πάθαν και δίνουν αμνηστία. Δεύτερον, να σταματήση κάθε εχθροπραξία και να γίνουν φίλοι Έλληνες και Τούρκοι. Για να γίνει, όμως, αυτό –τρίτον– θα πρέπει, βέβαια, να παραδώσουνε τα όπλα τους. Τέταρτον, να μην ανησυχή καθόλου ο Αντών’ πασάς, γιατί οι τούρκικες αρχές θα φροντίσουν ν’ αποκαταστήσουν όλους τους άντρες του στα σπίτια τους, όπου θα μπορούν να ζήσουν ήσυχη ζωή κι ούτε θα τολμήση κανείς να τους πειράξη. Πέμπτον και τελευταίον – τι άλλο θέλουν;– μέχρι και γρόσια θα τους δώσουν για να τα φέρουν βόλτα.
Ρωτά ο δεσπότης:
— Λοιπόν;
Σκέφτεται ο αρχηγός. Δεν είναι άσχημες οι προτάσεις, μόνο που έχουν ένα κακό: Εκείνοι που τις κάνουν είναι Τούρκοι. Ξέρει ο Αντών’ πασάς τους Τούρκους και τι ζυγίζει ο λόγος τους.
— Όχι.
Παίρνει τον δρόμο πίσω η επιτροπή και φέρνει στην Αμισό την απάντηση που κάνει τους Τούρκους να σκυλιάσουν. Τότε η τούρκικη κυβέρνηση αποφασίζει την επικήρυξή του και τοιχοκολλά: Πενήντα χιλιάδες λίρες θα πάρη όποιος σκοτώση τον γκιαούρη αρχιληστή και φέρει το κεφάλι του.
Μια μέρα –Αύγουστος του 1917– ο ξακουστός οπλαρχηγός σκοτώνεται. Απ’ άκρη σ’ άκρη των βουνών αντιλαλά το κλάμα της κλεφτουριάς που έχασε το πιο γενναίο παλληκάρι της. Αλλά δεν είναι καιρός για κλάματα. Την θέση του παίρνει αμέσως άλλος, και ο αγώνας συνεχίζεται.