Καρέ-καρέ όσα διαδραματίστηκαν στην οδό Γαζή το βράδυ της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού περιέγραψε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης ο 21χρονος επιστήθιος φίλος του φοιτητή, ο οποίος βρισκόταν μαζί του και μάλιστα τραυματίστηκε σοβαρά αφού δέχθηκε 15 χτυπήματα με μαχαίρι, ξύλινο κοντάρι και δρεπάνι.
«Ήταν ψυχροί, σαν δολοφόνοι. Ήρθαν για να σκοτώσουν, να κάνουν αθόρυβα αυτό που έκαναν και να φύγουν. […] Ήρθαν με δρεπάνια, ξύλα και μαχαίρια», είπε ο νεαρός.
Στο εδώλιο κάθονται 12 άτομα, κανένα εκ των οποίων δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία. Ο μάρτυρας κατέθεσε με βεβαιότητα ότι υπήρχαν και συνεργοί, αυτοί που είδαν την παρέα να κάθεται στα σκαλιά της πολυκατοικίας στη Χαριλάου και ειδοποίησε το «τάγμα εφόδου».
Περιγράφοντας τα όσα προηγήθηκαν, είπε ότι γύρω στις 20:00 με τον Άλκη βρίσκονταν στο πάρκο του Άρη. Στη συνέχεια πέρασαν από το σύνδεσμο των φίλων της ομάδας, ήπιαν έναν σύντομο καφέ και έφυγαν. Επέστρεψαν στο ίδιο πάρκο, αλλά όπως τόνισε λόγω του κρύου αποφάσισαν να πάνε στα σκαλιά της πολυκατοικίας.
Την ώρα της επίθεσης, σύμφωνα με τον μάρτυρα, μιλούσαν για υπολογιστές και για σπουδές. Πρώτα αντιλήφθηκαν τέσσερα άτομα από τα αριστερά τους, να πλησιάζουν με ήρεμο και ψύχραιμο βήμα.
«Θυμάμαι ο ένας ήταν ψηλός, ξανθός και μας ρώτησε: “Τι ομάδα είστε;”. Είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους με full face κουκούλες. Φαίνονταν μόνο τα μάτια και τα φρύδια. Ήταν μαυροφορεμένοι για να μην διακρίνει κανείς κάτι στο σκοτάδι. Όλοι κρατούσαν κάτι», είπε ο 21χρονος, και συνέχισε: «Απάντησα ότι είμαι Άρης. Δεν κατάλαβα εκείνη την ώρα γιατί ήρθαν».
Ακολούθως, όπως περιέγραψε, αντιλήφθηκε ότι από τα δεξιά πλησίαζαν περισσότερα άτομα, 5 ή 6. «Κοκάλωσα όταν είδα το δρεπάνι στα χέρια κάποιου. Το πρώτο πράγμα ήταν να αμυνθώ, οπότε σήκωσα το κράνος μου για αυτοάμυνα. Ήρθαν επιθετικά, φαίνονταν οι προθέσεις τους. Χτύπησα ένα άτομο στο κεφάλι, εκείνος έκανε 3-4 βήματα πίσω, και με κάρφωσε με μαχαίρι, αριστερά στο πόδι, στο μπούτι, και στο δεξί πόδι. Με κρατούσαν αρκετοί εκείνη την ώρα. Δεν ήμουν ένας προς έναν. Με κρατούσαν, με σταθεροποιούσαν για να με χτυπήσουν οι άλλοι. Νομίζω ότι οι μαχαιριές ήταν από περισσότερους. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, σε λίγα δευτερόλεπτα», τόνισε.
Για τον Άλκη σημείωσε ότι τον άκουσε να φωνάζει «βοήθεια» πεσμένος στα σκαλοπάτια, όσο εκείνος ήταν κολλημένος στον τοίχο από τους δράστες. «Είδα από πάνω του πάρα πολλά άτομα, να τον χτυπάνε και να φωνάζει για βοήθεια. Ήταν σίγουρα πάνω από 10 άτομα πάνω του. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω παραπάνω γιατί προσπαθούσα να σώσω τον εαυτό μου. Πήγα να τον προστατεύσω, αλλά με κράτησαν και με χτύπησαν. Προσπάθησα να μην λιποθυμήσω, γιατί διαφορετικά θα κατάφερναν να με σκοτώσουν.
»Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν να με χτυπάνε στο κεφάλι. Εκείνη την ώρα θόλωσα και εκείνοι άρχισαν να φεύγουν. Είδα να φεύγουν προς την Πλαστήρα. Κατέβηκα τα σκαλάκια και σήκωσα τον Άλκη, έκανε 2-3 βήματα, πήγε στο παρτέρι, κάθισε και προσπάθησα να του δώσω βοήθεια. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε και η Αστυνομία. Δεν πρόλαβα να επικοινωνήσω με κανέναν άλλο. Τον πρώτο που πήρα ήταν ο πατέρας μου», εξήγησε.
Σε ερωτήσεις που δέχθηκε τόσο από τους δικαστές όσο και την εισαγγελέα της Έδρας ανέφερε ότι αυτό που τον σόκαρε περισσότερο ήταν το δρεπάνι που είδε. Τόνισε δε ότι κανένας από την παρέα των πέντε νεαρών δεν είναι οργανωμένος οπαδός του Άρη, ενώ σε ερώτηση για το εάν τον πλησίασε κανείς όλο αυτό το διάστημα για να του ζητήσει συγγνώμη, απάντησε αρνητικά.