Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος άσκησε η Εισαγγελία Πρωτοδικών σε βάρος τριών συλληφθέντων, στο πλαίσιο της εξάρθρωσης εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εξαπατούσε επιχειρηματίες με το πρόσχημα της ευνοϊκής δανειοδότησης εγχώριων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, στους τρεις συλληφθέντες, ανάμεσα στους οποίους και ο άλλοτε προστατευόμενος μάρτυρας της υπόθεσης Novartis, με το κωδικό όνομα «Μάξιμος Σαράφης», καθώς και σε βάρος τεσσάρων ακόμη ατόμων, σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα, για εγκληματική οργάνωση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απάτες και πλαστογραφίες τετελεσμένες και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Αστυνομία, τα μέλη της οργάνωσης διέπρατταν απάτες και πλαστογραφίες σε βάρος επιχειρηματιών με το πρόσχημα της διαμεσολάβησης για την εκταμίευση δανείων από ανύπαρκτη, όπως προέκυψε, χρηματομεσιτική εταιρεία με δήθεν έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ).
Από την μέχρι στιγμής έρευνα έχουν εξιχνιαστεί επτά περιπτώσεις απάτης, από τις οποίες τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης αποκόμισαν 800.000 ευρώ περίπου, ενώ η επαπειλούμενη ζημία ξεπερνά το 1.000.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής ταξίαρχος Δημήτριος Δάβαλος, πρόκειται για μια οργάνωση που δρούσε τουλάχιστον τα τελευταία δύο χρόνια με ιδιαίτερη μεθοδικότητα και οργανωτικότητα και στόχευε «ανθρώπους του επιχειρείν». Μάλιστα, όπως σημείωσε, για να είναι απολύτως πιστευτοί είχαν αναπτύξει έναν πολυεπίπεδο μηχανισμό, ο οποίος λειτουργούσε ανασταλτικά σε περίπτωση ανακάλυψης της παράνομης δράσης τους, καθώς κατά περίπτωση ενεργοποιούσαν διαφορετικό «εργαλείο», το οποίο καθησύχαζε τον εκάστοτε αμφισβητία και παρείχε στην οργάνωση πίστωση χρόνου.
Ο τρόπος δράσης της εγκληματικής ομάδας
Όπως αναφέρθηκε από την ΕΛΑΣ, το αρχηγικό μέλος της οργάνωσης αναζητούσε, μέσω του εύρους του κοινωνικού και επαγγελματικού του κύκλου, υποψήφιους δανειολήπτες, συνήθως ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν διέθεταν τα εχέγγυα δανειοδότησης από τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τη δεινή οικονομική τους θέση ή την ανάγκη τους για άμεση επιχειρηματική ανάπτυξη, παρουσίαζε ως εναλλακτική λύση τη δανειοδότησή τους απευθείας από τραπεζικά ιδρύματα των ΗΑΕ ή με μεσιτεία τής ανύπαρκτης εταιρείας, της οποίας εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος στη χώρα μας.
Οι άλλοι δύο συλληφθέντες εμφανίζονταν ως συνεργάτες του αρχηγικού μέλους και ως γνώστες των ιδιαίτερων συνθηκών των οικονομικών συναλλαγών στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και της ανύπαρκτης εταιρείας.
Ένας από αυτούς μάλιστα, για να ενισχύσει την εικόνα της αυθεντίας, ισχυριζόταν ότι ζούσε στη χώρα επί σειρά ετών ή πως η σύζυγός του εργαζόταν στην εν λόγω ανύπαρκτη εταιρεία αντίστοιχα, αναλαμβάνοντας ρόλο μεσολαβητή, έτοιμος να δώσει λύσεις σε όποιο πρόβλημα ανέκυπτε.
Επίσης, διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην πλαστογραφία των εγγράφων που χρησιμοποιούνταν από την εγκληματική οργάνωση, καθώς στην κατοχή του βρέθηκαν σφραγίδες εταιρειών και προσώπων, μήτρα σφραγίδας με αποσπώμενα ψηφία-ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες, εντυπώματα υπογραφών, διάφορες εκτυπώσεις logo εταιρειών και υπογραφών στελεχών, τεμάχια χάρτου σφραγίδων εταιρειών και υπογραφών στελεχών τους επικολλημένα σε κόλλες Α4 κ.λπ.
Οι υπόλοιποι τρεις συγκατηγορούμενοι είναι αλλοδαποί, που εμφανίζονταν ως στελέχη της ανύπαρκτης εταιρείας και καθησύχαζαν τα θύματα σε περίπτωση αμφιβολιών για το έγκυρο της διαδικασίας, ενώ η τέταρτη συγκατηγορούμενη, διαχειριζόταν τους τραπεζικούς λογαριασμούς, όπου κατέληγαν τα χρήματα των θυμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν της ανύπαρκτης εταιρείας και προκειμένου το όλο εγχείρημα να φανεί ακόμα πιο αληθοφανές, τα μέλη της οργάνωσης είχαν συστήσει και ασφαλιστικές εταιρείες στα ΗΑΕ, στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων τα θύματα κατέθεταν τα χρηματικά ποσά που αφορούσαν στα έξοδα δανείου.
Όλη η διαδικασία λάμβανε χώρα κατόπιν υποδείξεων του αρχηγικού μέλους και των συνεργών του, οι οποίοι σε διάφορες φάσεις της εγκληματικής τους δράσης παρέδιδαν στα θύματά τους πλαστογραφημένα έγγραφα, παραστατικά και πιστοποιητικά, με τα οποία τους έπειθαν για το έγκυρο και νόμιμο των δραστηριοτήτων τους.
Η δικογραφία παραπέμφθηκε στον ανακριτή, ενώ οι έρευνες για τη διακρίβωση του πλήρους εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας, συνεχίζονται.