Ένα φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου ταυτισμένο με τους πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρασία είναι το Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου, το οποίο έκανε πρεμιέρα την 1η Ιανουαρίου 1969. Με διάρκεια περίπου 3 ώρες, θεωρείται έργο επικών διαστάσεων, δεύτερο μέρος της διλογίας που σκηνοθέτησε ο Απόστολος Τεγόπουλος. Το πρώτο φιλμ με τίτλο Ξεριζωμένη γενιά είχε κάνει πρεμιέρα έναν χρόνο νωρίτερα.
Πρωταγωνιστής ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο οποίος και στις δύο ταινίες ενσαρκώνει τον Βασίλη Καρατζόγλου, έναν πρόσφυγα από τη Σμύρνη που εργάζεται ως λαϊκός τραγουδιστής στην Αθήνα ώστε να συντηρήσει τον ίδιο αλλά και τη μητέρα και την αδελφή του.
Στο σενάριο του Πάνου Κοντέλλη ο Βασίλης προσπαθεί να εντοπίσει τον πατέρα του και να ενώσει και πάλι την οικογένεια. Όταν πληροφορείται πως δεν είναι νεκρός, αλλά αιχμάλωτος των Τούρκων μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ταξιδεύει στην Τουρκία αναζητώντας τα ίχνη του. Τελικά τον βρίσκει ως «Γκιαούρ ντοκτόρ» και κάνει τα πάντα για να πάρει μαζί του στην Ελλάδα.
Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου στη σεζόν 1968-9 έκοψε 395.589 εισιτήρια και ήταν η 12η πιο δημοφιλής ανάμεσα σε 108 ταινίες. Μάλιστα στους τίτλους τέλους γράφει: «Η Κλακ Φιλμς πιστή στην πορεία που χάραξε δίνει σήμερα μια ταινία μνημείο στις παραδόσεις του ελληνικού λαού».
Η αποκλειστική συνεργασία του Νίκου Ξανθόπουλου με τη συγκεκριμένη εταιρεία παραγωγής έμελλε να τον καθιερώσει, πρωτίστως γιατί ενσάρκωνε έναν ήρωα της διπλανής πόρτας, με καθημερινές αγωνίες. Επιπλέον τα σενάρια που γύριζε άγγιζαν θέματα όπως η φτώχεια και η προσφυγιά. «Όλα αυτά που έδωσα στις ταινίες τα είχα βιωμένα από τη γειτονιά στην οποία ζούσα και μεγάλωσα» είχε πει αναφερόμενος στη Νέα Ιωνία.
https://www.youtube.com/watch?v=NpvJTDVGVJ8
Έτσι, το προσφυγικό στοιχείο στην Ελλάδα την αγάπησε ιδιαιτέρως, ταυτιζόμενο και με τον ποντιακής καταγωγής Νίκο Ξανθόπουλο που με τη χαρακτηριστική και γνήσια λαϊκή του φωνή ερμήνευσε τα κομμάτια που συμπεριλήφθηκαν. Μάλιστα η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου κατατάσσεται σε μια ειδική ομάδα, στις «μουσικές ταινίες», αυτές δηλαδή στις οποίες ακούγονται πάνω από τέσσερα τραγούδια χωρίς να είναι μιούζικαλ. Οι κριτικοί τη χαρακτήρισαν «λαϊκή όπερα».
Μια από τις χαρακτηριστικές σεκάνς είναι με τον Νίκο Ξανθόπουλο να τραγουδά το «Εκάεν και το Τσάμπασιν» –αλλά με νεοελληνικούς στίχους–, ενώ εμφανίζονται χορευτές της ομάδας «Ξυμύτ’» του λυράρη και χοροδιδάσκαλου Κώστα Κυριαζή. Κάπως έτσι, το «παιδί του λαού» εξέφραζε στη μεγάλη οθόνη το τραύμα της προσφυγιάς και τον καημό των αλησμόνητων πατρίδων – άλλωστε, όταν προβλήθηκε το φιλμ οι μνήμες από τη Γενοκτονία των Ποντίων και τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ακόμα νωπές.
Επιπλέον, στην ιστορία του ελληνικού σινεμά έχει μείνει η σεκάνς στην οποία ο Ανέστης Βλάχος ντυμένος αρκούδα επιτίθεται στον Νίκο Ξανθόπουλο στο δάσος. Εντούτοις σε άλλο σημείο παρουσιάζεται και μια αληθινή αρκούδα, να χορεύει στο ρυθμό που δίνει το ντέφι ενός περιπλανώμενου μουσικού, ο οποίος έχει αμνησία και βρίσκεται στην Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ήταν ένα εξαιρετικά απαιτητικό σενάριο, καθώς ο Νίκος Ξανθόπουλος ερμηνεύει έναν ήρωα σε τέσσερις διαφορετικές ηλικίες και συγχρόνως τον γιο του. «Επί οκτώ μήνες […] μαρτύρησα κυριολεκτικά, μου βγήκε η πίστη» είχε δηλώσει.