Η οδυνηρή ιστορία των 9χρονων δίδυμων κοριτσιών που βρέθηκαν στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού στο κτήμα Φράγκου, το «κτήμα της φρίκης» στο Μάτι όπου κάηκαν 26 άνθρωποι, άκουσαν σήμερα οι δικαστές. Για τους αγαπημένους του που βρέθηκαν «μια υπέροχη άμορφη μάζα» κατέθεσε ο πατέρας των παιδιών και γιος του ζευγαριού, Γιάννης Φιλιππόπουλος.
Οι δίδυμες Σοφία και Βασιλική, μαζί με τον παππού Φίλιππο και τη γιαγιά Σοφία, βρέθηκαν ως εξής, όπως είπε ο μάρτυρας: «Η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω με τα χέρια του ανοιχτή αγκαλιά».
Μάλιστα κατήγγειλε ότι κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την αγωνία του και έκαναν φάρσες χρησιμοποιώντας τον αριθμό που έδωσε αναζητώντας πληροφορίες για την τύχη των παιδιών και των γονιών του. «Απελπισμένος, είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο. Με παίρνανε τηλέφωνο: “Έλα έχουμε τα παιδιά σου”, “Τα σκοτώνουμε”. Μου έκαναν παιδικές φωνές και έβαζαν τα γέλια», κατέθεσε συντετριμμένος.
Στο δικαστήριο ήταν και η μητέρα των διδύμων Γεωργία Ξυραφάκη, η οποία περιέγραψε τα αγωνιώδη τηλεφωνήματα αφότου έγινε γνωστό ότι στην περιοχή έχει ξεσπάσει πυρκαγιά – τα πεθερικά της είχαν φύγει με τα παιδιά από την Καλλιθέα και προορισμό τη Νέα Μάκρη.
«Παίρναμε την Αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ότι ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε το μηχανάκι και μου είπε: “Θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω”. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι είναι στο δρόμο: “Έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά”. Του λέω: “Σε παρακαλώ γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μην χάσω κι εσένα”. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Μπορεί και ανά 5 λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων μας. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι», κατέθεσε.
Από την Πυροσβεστική πρότειναν στους γονείς να πάνε να ψάξουν «στους πεθαμένους» και να δώσουν γενετικό υλικό και περιγραφή των ρούχων που φορούσαν. Το ζευγάρι βρισκόταν στο Σχιστό, όταν είδε στο ίντερνετ ένα βίντεο που περιείχε πλάνα με ένα αλιευτικό που αποβίβαζε παιδιά. Δύο κορίτσια έμοιαζαν στις δίδυμες, και έτσι πήγαν στον τηλεοπτικό σταθμό πρόβαλε το υλικό, ζητώντας να το δουν.
Και αυτή η προσπάθεια ήταν μάταια, ενώ από το Λιμενικό τούς είπαν ότι δεν γνώριζαν τα ονόματα των παιδιών που βρίσκονταν στο σκάφος. Με αναπτερωμένες τις ελπίδες, συνέχισαν να ψάχνουν πληροφορίες από το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Πήγαν και σε κάποια γήπεδα όπου είχε συγκεντρωθεί κόσμος, αλλά και στο δημαρχείο της Ραφήνας όπου μίλησαν με δημοσιογράφους αναζητώντας κάποιο στοιχείο.
Τελικά οι σοροί βρέθηκαν τέσσερις ημέρες μετά την πυρκαγιά. «Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε! Δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς την Αθήνα» κατέθεσε η Γεωργία Ξυραφάκη.
Την απελπισία του όταν έφτασε στο Κόκκινο Λιμανάκι, στην πρώτη του προσπάθεια να εντοπίσει τους δικούς του, περιέγραψε ο Γιάννης Φιλιππόπουλος. «Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα. Γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο, στη Ραφήνα, και τους λέω: “Τι κάνετε εδώ, φύγετε, είναι επικίνδυνο”. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα: τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε Αστυνομία, Πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα “Είστε η πρώτη μας προτεραιότητα”».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του. «Εάν εκείνη η ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο, που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα.
»Αν μπορεί να ανακουφίσει κάπως αυτό: τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν», περιέγραψε.
Στη συνέχεια, νέα περιπέτεια, καθώς από το νεκροτομείο δεν παρέδιδαν τις σορούς των παιδιών, μιας και δεν γνώριζαν ποια είναι η Σοφία και ποια η Βασιλική, αφού είχαν την ίδια ηλικία. «Τους λέω “Κάντε μια αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν”. Ζήτησαν από την γυναίκα μου εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο και μας έδωσαν τα κορίτσια. Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι τα πόδια της μάνας μου ήταν μερικά μέτρα μακριά. Κάναμε συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά. Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε 5 κιλά δεν ζύγιζαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει. Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω ούτε μία τούφα μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι», είπε συγκλονισμένος.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η αδελφή του Γιάννη Φιλιππόπουλου, Ελένη. Δείχνοντας ένα καμένο βραχιόλι, ό,τι δηλαδή απέμεινε από τη μητέρα της, περιέγραψε τι είδε όταν πήγε στο κτήμα Φράγκου. Κλαίγοντας είπε: «Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι έτρεξαν να πάνε προς την πορτούλα, προς τη θάλασσα. Ο πατέρας μου εκείνη την στιγμή πήγε από πάνω τους για να τους προστατύσει. Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί. Σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες. Στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο».