Ανάμεσα στους Πόντιους λυράρηδες που γεννήθηκαν από το 1920 έως το 1945 σε διάφορες περιοχές εκτός Ελλάδας, αλλά ήρθαν στην πατρίδα και ρίζωσαν, βρίσκεται και ο Ζώρας Μελισσανίδης. Με αυτή την ιδιότητα φιλοξενείται ως προσωπικότητα στο έργο του μουσικού, καθηγητή ποντιακής λύρας και ερευνητή Ιωάννη Τσανασίδη με τίτλο Πόντιοι λυράρηδες γεννημένοι από το 1920 έως το 1945, που εκδόθηκε από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
Το έργο περιλαμβάνεται στο Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 45, και είναι ο καρπός ερευνητικού έργου που άρχισε πριν από περίπου δύο χρόνια και αποτελεί συνέχεια του έργου Η μουσική του Πόντου. Λυράρηδες του Πόντου, το οποίο εκδόθηκε επίσης από την ΕΠΜ.
Ο Ιωάννης Τσανασίδης μελετώντας τα όσα έχουν γραφτεί, κατά καιρούς, για τον Γιώργο (Ζώρα) Μελισσανίδη, επιβεβαιώνει στο κείμενό του πως όχι μόνο ήταν φιλάνθρωπος, αλλά και καλός λυράρης που έπαιζε με σεβασμό ποντιακή μουσική, έχοντας πάντα κατά νου ότι πρέπει να διατηρηθεί η παράδοση, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των Ποντίων.
Γιώργος Μελισσανίδης (1920-2002)
Ο Γιώργος ή κατά κόσμον Ζώρας Μελισσανίδης ήταν το τρίτο παιδί του Ιάκωβου και της Παρθένας και γεννήθηκε, το 1920, στο Βλαδικαυκάς του Καυκάσου, σε ένα στρατόπεδο που είχαν κατασκηνώσει οι Πόντιοι, μετά το διωγμό τους από το Καρς.
Το 1937 ξεκινούν οι εκτοπισμοί των Ελλήνων στον Καύκασο από τον Στάλιν και το 1939 η οικογένεια Μελισσανίδη φτάνει στην Ελλάδα μέσω της Οδησσού με ένα πλοίο.
Αρχικά, εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και έπειτα στη Χαλκίδα, στην Κατερίνη και τη Φλώρινα, όπου τους βρήκε και η γερμανική κατοχή. Ο Ζώρας υπήρξε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΛΑΣ έναντι των Γερμανών, φυλακίστηκε, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα, δραπέτευσε και δέχθηκε πολιτικές διώξεις. Αφού εκτοπίστηκε στην Τρίπολη, αφέθηκε ελεύθερος στα τέλη του 1946 και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νίκαια, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1946 εργάστηκε ως οδηγός λεωφορείου και έπειτα το 1955 άνοιξε δική του Σχολή Οδηγών. Το 1950 παντρεύτηκε τη Θεοπίστη (Βέρα) Ευσταθιάδου και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Δημήτρη, τον Ιάκωβο και την Όλγα. Το 1969 μετά το θάνατο της γυναίκας του πούλησε το σπίτι του στη Νίκαια και με τα χρήματα εκείνα έχτισε έναν ξενώνα στην Παναγία Σουμελά. Το 2002 άφησε την τελευταία του πνοή και η ταφή του έγινε στην Παναγία Σουμελά, καθώς ο ίδιος υπήρξε μεγάλος ευεργέτης της Μονής. Στη μνήμη του τα παιδιά του, Δημήτρης και Ιάκωβος Μελισσανίδης έχτισαν έναν νέο και μεγαλοπρεπή ξενώνα που ονομάστηκε «Μελισσανίδειον Μέλαθρον».
Δύο μασίνας σον σταθμόν το ένα της Βεροίας,
γιά έλα, γιά θα έρχουμαι, μη τρώει με αροθυμία σ’
Ο Ζώρας από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη λύρα, όσο ακόμα ήταν στο Βλαδικαυκάς, ακούγοντας τους δεξιοτέχνες λυράρηδες της περιοχής, τον Νικόλα Τσίρικ και τον Γιάννη Ποζαντζίδη, γνωστό ως Ποζάντωφ. Ο Ιάκωβος έστειλε τον Ζώρα να μάθει λύρα πέραν του Τσιρίκ και σε έναν άλλον καλό λυράρη που έμενε στη γειτονιά τους, τον Νίκο Βασιλειάδη ή Πίτσο.
Σε ηλικία δέκα ετών ο Ζώρας πήρε ως δώρο μια λύρα από τον θείο του, Αλέξανδρο Μελισσανίδη, την οποία κατασκεύασε ο Γαβριήλ Γαβριηλίδης, ένας από τους καλύτερους κατασκευαστές.
Ο Ζώρας εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε καλό λυράρη και κέρδιζε τον θαυμασμό του κόσμου, όταν έπαιζε. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Γώγου Πετρίδη, τον οποίο άκουσε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και από τότε πολλές φορές ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη, μόνο και μόνο για να τον ακούσει. Ο ίδιος δώριζε πολλά χρήματα στο Γώγο και τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη, τους οποίους άκουγε συχνά και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση που του προκαλούσαν οι ερμηνείες τους. Πολλές φορές διασκέδαζε και σε μια ταβέρνα στη Δραπετσώνα όπου έπαιζε ο Νίκος Παπαβραμίδης, ενώ συχνά επισκεπτόταν την αγροικία της ξαδέρφης του Σοφίας Χρυσοχοΐδου στο χωριό Νησί, στην Αλεξάνδρεια της Ημαθίας, όπου λάμβαναν χώρα πολλά γλέντια με γνωστούς λυράρηδες και τραγουδιστές.
Ο Ζώρας συνήθιζε να συμβουλεύει τους Πόντιους καλλιτέχνες: «Κάθε τραγουδιστής θα πρέπει να έχει τη δική του προσωπικότητα και το δικό του ύφος. Θα πρέπει να αποφεύγει να μιμείται άλλους ξακουστούς τραγουδιστές, που επέβαλαν δικό τους στιλ. Αν δε το κάνουν, θα είναι αποτυχημένοι και το μόνο που θα πετύχουν είναι να «πλουτίζουν» το όνομα εκείνου που μιμούνται!». Ένα ιδιαίτερο γεγονός το οποίο έλαβε χώρα το 1955 στην υπό κατασκευή αίθουσα της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας – Κορυδαλλού ήταν, όταν ο Ζώρας έπαιξε λύρα μπροστά στη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία χόρεψε και κέρδισε το χειροκρότημα και τους ευφημισμούς των παρευρισκομένων. Ο Ζώρας ύστερα από λίγο γονάτισε μπροστά στη βασίλισσα και συνέχισε να παίζει, γεγονός που έκανε την ίδια να τον ρωτήσει τι θα ήθελε να τάξει. Ο ίδιος άδραξε την ευκαιρία και της είπε πως ο σύλλογος είχε ανάγκη τη βοήθειά της για την ολοκλήρωση των εργασιών οι οποίες λάμβαναν χώρα. Η Φρειδερίκη έκανε δεκτό το αίτημά του και έτσι χάρη στην πρωτοβουλία αυτή του Ζώρα σύντομα ολοκληρώθηκε το κτίριο.
Ουρανέ μ’, ντ’ εβασίλευες πασκείμ’ ντο έεις σεβντάν;
άμον εμέν το παλληκάρ’ ντ’ εβάλλ’νες σην πελιάν;
Ο Τάσος Κοντογιαννίδης στον πρόλογο του βιβλίου του Ο Ζώρας του Πόντου, Γεώργιος Μελισσανίδης γράφει: «Ο Ζώρας Μελισσανίδης ήταν ένας φτωχός πρόσφυγας από τον Πόντο, που δούλεψε σκληρά, διέπρεψε, απέκτησε υλικά αγαθά, που δεν τα κράτησε για τον εαυτό του. Έμαθε στη ζωή του να κρατά ανοιχτή την καρδιά του και να σκορπά τα αποθέματα αγάπης του. Χωρίς τυμπανοκρουσίες πρόσφερε τα υλικά αγαθά που αποκτούσε ο ίδιος και τα παιδιά του και ανακούφιζε τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. Ήταν μια προσωπικότητα χαρισματική και ακτινοβολούσα.
»Πολλούς ευεργέτησε και από πολλούς αγαπήθηκε. Είχε μέσα στην ψυχή του ριζωμένο τον ελληνικό πολιτισμό του Πόντου, τη χριστιανική πίστη και το σοσιαλισμό, εφόδια που τον οδήγησαν στο ευεργετικό για τους ανθρώπους και την κοινωνία έργο του. Η πληθώρα των αποδείξεων και των μαρτυριών είναι οι αγλαοί καρποί των έργων του και των προσφορών του: Παναγία Σουμελά, Παναγία Γουμερά, ποντιακοί σύλλογοι, σωματεία, ενώσεις, φιλόπτωχα ταμεία, ιεροί ναοί, κοινότητες και αναξιοπαθούντες συμπατριώτες μας. Χωρίς ποτέ να κάνει διαχωρισμό και ούτε να περιμένει ευχαριστώ. Την προσφορά τη θεωρούσε καθήκον και υποχρέωση…
»Ο Ζώρας είχε πάθος με την παράδοση και πάσχιζε για τη διατήρηση των ηθών και εθίμων του Πόντου. Αγαπούσε την ποντιακή μουσική, την ενίσχυε, ενώ έπαιζε και ο ίδιος κεμεντζέ από τα νεανικά του χρόνια για να διασκεδάσει και να διασκεδάζει. Και όταν έβλεπε ένα νέο λυράρη, έσπευδε να τον ενθαρρύνει».
Εμέν Ζώρα κουΐζ’νε με κι ας σοι Μελισσανάντας,
χωρίς εμέν ‘κι ‘ίντανε βαφτίσι͜α και χαράντας1
Στις 13 Δεκεμβρίου 2010 στην αίθουσα της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας – Κορυδαλλού έγινε πνευματικό μνημόσυνο στη μνήμη του αείμνηστου Ζώρα, με αφορμή την έκδοση και παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο O Ζώρας του Πόντου Γιώργος Μελισσανίδης. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης και το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη. Την παρουσίαση του βιβλίου έκαναν ο σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, ο στιχουργός και συγγραφέας Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ηθοποιός και συγγραφέας Νίκος Ξανθόπουλος, ενώ υπεύθυνος συντονισμού της εκδήλωσης ήταν ο Σάββας Καλεντερίδης. Στην εκδήλωση μίλησαν ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Γιάννης Διαμαντίδης, ο βουλευτής Τάσος Νεράτζης, ο πρόεδρος της ΠΟΕ Γεώργιος Παρχαρίδης, ο καθηγητής Κώστας Φωτιάδης, ο πρόεδρος του Σωματείου και του Ιδρύματος «Παναγία Σουμελά» Γιώργος Τανιμανίδης, ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας – Κορυδαλλού Νικόλαος Κοπαλάς, ο εκπρόσωπος του εκδοτικού οίκου Λιβάνη Ηλίας Λιβάνης, ο σεβ. μητροπολίτης Νίκαιας κ. Αλέξιος και ο γιος του Δημήτρης Μελισσανίδης.
Ο συγγραφέας αναφέρει σχετικά με τον Ζώρα: «Αν και δεν σπούδασε σε σχολεία, ωστόσο γνώριζε να ξεχωρίζει το αγαθό και το τίμιο. Ήξερε ότι πρέπει να διατηρήσουμε τη γλώσσα, τη μουσική, τους χορούς και την παράδοσή μας. Το δόγμα του Ζώρα ήταν: “Δώσε αγαθά για να πάρεις χαρά. Όταν δίνεις σε φτωχό, δανείζεις τον Θεό”. Ήταν ένας άνθρωπος με όλα αυτά τα χαρίσματα. Ήταν ένας Πόντιος, ήταν ο Ζώρας τίμιος, πονόψυχος, ανοιχτοχέρης. Ο Ζώρας μισούσε τον φανατισμό που διχάζει».2
Σύμφωνα με τον Χρήστο Κωνσταντινίδη, ο γνωστός Πόντιος τραγουδιστής Γιώργος Δημητριάδης ήταν επιστήθιος φίλος του Ζώρα. Ο ίδιος αναφέρει για τον Ζώρα: «Ήταν φλογερός Πόντιος. Δεν έλειπε από ποντιακές εκδηλώσεις. Αγαπούσε πάρα πολύ τους ανθρώπους που είχαν σχέση με την ποντιακή λύρα και το τραγούδι. Ήταν δωρητής της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Τριγύριζε στα πανηγύρια, σε ποντιακές εκδηλώσεις, διοργάνωνε γλέντια. Ήταν γαλαντόμος. Ειδικότερα, όταν ήταν σε παρεΐστικο γλέντι συνήθιζε να δωρίζει χρηματικά ποσά στον εκάστοτε καλλιτέχνη. Η μεγάλη του αγάπη στην ποντιακή μουσική ήταν ο Γώγος Πετρίδης».
Ο Γιώργος Δημητριάδης συμπληρώνει, «Χριστούγεννα και Πάσχα ο Ζώρας επέλεγε φτωχές οικογένειες. Την παραμονή των εορτών πήγαινε μέσα στη νύχτα και άφηνε κρυφά τρόφιμα και διάφορα άλλα είδη σούπερ μάρκετ. Γέμιζε σακούλες και τις μοίραζε. Ήμουν παρών σε τέτοιες δράσεις του».
Σε ερώτηση για το πώς θα αντιδρούσε ο Ζώρας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο Γιώργος Δημητριάδης απαντάει: «Θα συνέχιζε το φιλανθρωπικό του έργο, όπως κάνουν οι γιοι του, Δημήτρης και Ιάκωβος, οι οποίοι έφτιαξαν το Μελισσανίδειο Ίδρυμα στη μνήμη του, στην Παναγία Σουμελά, στην Καστανιά του Βερμίου». Τέλος, σχετικά με τη σχέση του Ζώρα με τον αθλητισμό ο Γιώργος Δημητριάδης επισημαίνει, «Δεν θα έλεγα ότι ήταν φίλαθλος. Αλλά ήταν συμπαραστάτης σε ό,τι έκανε ο Δημήτρης. Γιατί ο Δημήτρης ήταν ΑΕΚτζής από μικρός. Ο Ζώρας, όμως, ήταν πολύ περήφανος. Όταν πήρε ο γιος του την ΑΕΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κατέκτησε τα τρία πρωταθλήματα στη σειρά, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Είχαν φοβερή αδυναμία στον Ζώρα. Η Αγία Σοφία, μού είχε πει ο Ζώρας, ήταν μεγάλο όνειρο του Δημήτρη. Πάντα έλεγε με σιγουριά, ότι θα το κάνει. Τώρα που έχτισε το γήπεδο επιβεβαιώνεται ο Ζώρας μετά θάνατον».3