Η λέξη φιρφίρι είναι αντιδάνειο από το αραβικό firfir, το οποίο προέρχεται από το ελληνικό «πορφύρα».
Όπως μας παραδίδει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, στον Πόντο φιρφίρι αποκαλούσαν το πολύ λεπτό ρούχο, και συνεκδοχικά φαρφουρί –συνήθως σκωπτικά– τη γυναίκα που φορούσε πολυτελή «ευρωπαϊκά» ρούχα, αντί για τα συνηθισμένα του τόπου.