«Ένα σημείωμα που ευχαριστούσε τον άντρα της και εμάς λέγοντας πως θα μας αγαπά για πάντα» και «τα καμένα αθλητικά παπούτσια της» ήταν ο επίλογος της ζωής της κόρης τους που χάθηκε μαζί με το μωρό της στις φλόγες της πυρκαγιάς στο Μάτι.
Ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης και η σύζυγός του Μαρία κατέθεσαν στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά, την τραγική ιστορία της κόρης τους Μαργαρίτας που βρέθηκε μαζί με το μωρό της καμένη στην θάλασσα.
Όπως κατέθεσε ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης, μετά από την αγωνιώδη αναζήτηση της κόρης του, κατά την οποία έβλεπε γύρω του εικόνες ολέθρου, βρέθηκε τελικά στην Αργυρά Ακτή όπου κάποιος του φώναξε πως το παιδί και το εγγονάκι του ήταν εκεί, μέσα στη θάλασσα.
«Η κόρη μου βγήκε βασταζόμενη από την μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενός Ρουμάνου πυροσβέστη, διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω τον γαμπρό μου του ‘πα “Να ‘σαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά”. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό, και ο διασώστης που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις.
»Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων. Εγώ έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με τον γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων το μωρό. Το παιδί είχε τελειώσει… Οι γιατροί μου είπαν “Αν ερχόταν 10 λεπτά νωρίτερα κάτι θα κάναμε… Αργήσατε”.
»Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλάσσης, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε» κατέθεσε συγκινημένος ο μάρτυρας.
Και συμπλήρωσε: «Η οικογένεια μου εδώ και τεσσεράμισι χρόνια δεν ζει… Υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
«Μας απέμεινε ένα σημείωμα και ένα ζευγάρι καμένα παπούτσια»
Η Μαρία Διονυσιώτη δακρυσμένη μίλησε στο δικαστήριο για τον τρόπο που η κόρη της αποφάσισε να αποχαιρετίσει τους ίδιους και τον σύζυγό της υπαγορεύοντας στους διασώστες όσα ήθελε να πει, λίγο πριν διασωληνωθεί.
Όπως περιέγραψε: «Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα [σ.σ. σύζυγό της] για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μάς είπε: “Δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα δεν μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε“».
Η μάρτυρας τόνισε πως δεν κατάφερε να δει ποτέ την κόρη της όσο νοσηλεύτηκε. «Δεν με άφηναν να τη δω στην εντατική. Μου λέγανε ότι έχουν καεί λίγο τα ματάκια της, θα τη δεις αύριο. Την άλλη μέρα, μου έλεγαν, έχουν καεί λίγο τα χεράκια της, θα τη δεις αύριο. Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ. Πέθανε στις 3 Αυγούστου.
»Αυτοί που έφυγαν βασανίστηκαν πολύ, πόνεσαν. Μαρτύρησαν και μαζί τους μαρτυρήσαμε και εμείς. Η ζωή μας έχει αλλάξει. Δεν είναι τίποτα ίδιο. Η Μαργαριτούλα μας έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει τον μπέμπη της. Έχει καεί η ψυχή μου μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Έτσι νιώθουν όλοι όσοι χάσαμε τους δικούς μας ανθρώπους.
»Δεν τους βοήθησε κανείς. Πλήρης αδιαφορία για τα πάντα. Μέσα σε λίγη ώρα όλα χάθηκαν γιατί κάποιοι δεν φρόντισαν να μας προστατεύσουν. Όσοι έφταιξαν πρέπει να τιμωρηθούν στον βαθμό που έφταιξε ο καθένας».
Το ζευγάρι λίγα χρόνια πριν από την τραγωδία στο Μάτι είχε χάσει τον γιο του.
Κλαίγοντας η Ιωάννα Καρακουκάλη, που δεν βρισκόταν στο Μάτι, είπε στο δικαστήριο για τη μητέρα της που εγκλωβίστηκε στην φωτιά. «Μιλήσαμε στις 18:30. Είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μου έλεγε ότι είχε παντού φωτιά και να πάμε να την πάρουμε από εκεί. Την έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο, συνεχώς. Δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή μου απάντησε και άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει.
»Πήρα την Αστυνομία και τους είπα ακριβώς πού βρισκόταν. Στις 21:06 μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει. Κανείς».
Για τον σύζυγο της Νίκο Κοσσόρα που βρέθηκε καμένος στο κτήμα Φράγκου, στον τόπο όπου χάθηκαν 26 άνθρωποι, κατέθεσε η Πολύμνια Κοσσόρα. «Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη Λεωφόρο Μαραθώνος, χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Είχε πάει τον γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις Αρχές. Μια Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε εκτενώς στις προσπάθειες που έκαναν επί ημέρες για να εντοπίσουν τον σύζυγο της, αναζητώντας τον ακόμη και στο βυθό, μέχρι τελικώς να ενημερωθούν ότι ήταν νεκρός.
«Δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω το παιδί μου»
Ο Γεώργιος Μίχας κατέθεσε στο δικαστήριο για τον 23χρονο γιο του Βίκτωρα. Η σορός του παιδιού ξεβράστηκε στην ακτή μία βδομάδα μετά την πυρκαγιά.
Ο μάρτυρας κλαίγοντας είπε: «Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με τον χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη της μητέρας του Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό. Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω.
»Μετά η κυρία μού είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει “Πάει ο Βίκτωρας”. Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ.
»Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένειά μου διαλύθηκε. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του. Μετά ακολούθησε ο εφιάλτης πώς θα βρούμε το παιδί. Πήγα και έδωσα DNA. Μετά περιμέναμε τον ιατροδικαστή. Μια εβδομάδα μετά άκουσα ότι πτώμα νεαρού άνδρα ξεβράστηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. Με έπιασε ταραχή. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν το παιδί μου. Ήταν το παιδί μου. Μία εβδομάδα στη θάλασσα. Δεν μπόρεσα να τον αποχαιρετήσω. Το φέρετρό του ήταν σφραγισμένο, και έτσι τον αποχαιρετήσαμε».
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και εγκαυματίες που περιέγραψαν εικόνες χάους και οδύνης. Μια από αυτές τις σκηνές μετέφερε η Δήμητρα Καστορίδα. Ενώ προσπαθούσαν η ίδια και άλλοι να κρατηθούν μαζί μεσοπέλαγα, ένας ηλικιωμένος καρκινοπαθής τους παρακινούσε να τον αφήσουν για να σωθούν.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.