Στον Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας γράφτηκε και με φυσικό τρόπο, τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023, η τελευταία σελίδα του θεσμού της βασιλείας στη χώρα μας. Ο ελληνικός λαός με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974, αποφάσισε με το συντριπτικό ποσοστό του 69,18% να δώσει τέλος στην μοναρχία. Επέλεξε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας, το σημερινό πολιτικό σύστημα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Την εξόδιο ακολουθία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου τέλεσε ο επικεφαλής της ελληνικής εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος.
Οι σχέσεις της βασιλείας με τον κλήρο έχουν ρίζες από το Βυζάντιο.
Έχει επικρατήσει έως τις μέρες μας οι βασιλείς να μνημονεύονται ακόμα και στα απολυτίκια: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα». Κάποιοι ιερείς εμφορούμενοι από δημοκρατικά ιδεώδη αντικαθιστούν το «βασιλεύσι» με το «ευσεβέσι», είναι όμως πολλοί λίγοι. Η σχέση των εκπροσώπων της εξουσίας με τους επικεφαλής της εκκλησίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον και κρατάει από πολύ παλιά, από την εποχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Διήρκησε από τον Μάιο του 330, έτος μεταφοράς της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη «Νέα Ρώμη» την Κωνσταντινούπολη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, έως και την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453 όταν καταλύθηκε από τους Οθωμανούς. Μετά την κατάλυσή της χρησιμοποιήθηκε από δυτικές κυρίως πηγές ο όρος «Βυζάντιο» για να περιγράψει την πιο μακραίωνη (1.123 έτη) και ίσως την πιο λαμπερή αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος μας.
Τυπικό αναγόρευσης και στέψης αυτοκράτορα
Η παρουσία της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να λείπει από το τυπικό της αναγόρευσης νέου αυτοκράτορα. Έτσι μετά την εκφώνηση από το στρατό, τη σύγκλητο και το λαό της φράσης: «Του δείνα βασιλέως και αυτοκράτορος πολλά τα έτη», τυπικό γνωστό ως «φήμη» που εξακολουθεί να υπάρχει και στις ημέρες μας κατά τη διάρκεια ακολουθιών μεγάλων εορτών στην εκκλησία μόνο που αλλάζει το πρόσωπο που μνημονεύεται (επίσκοπος ή ηγούμενος-ηγουμένη), ακολουθούσε και θρησκευτική τελετή που ελάμβανε χώρα συνήθως στην Αγία Σοφία πρωτοστατούντος του Πατριάρχη.
Ο αρχιερέας (Πατριάρχης) τοποθετούσε το στέμμα επάνω στο κεφάλι του αυτοκράτορα και ο λαός αναφωνούσε «Άγιος».
Η στέψη ελάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής τελετής, και ο έντονος συμβολισμός (ο βασιλιάς φορούσε χλαμύδα, στέμμα) κατά τη διάρκεια αυτής κι άλλων επισήμων τελετών, καθιστούσε τον αυτοκράτορα τοποτηρητή του Θεού στα μάτια του λαού του.
Ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την αναγόρευση
Οι μη αρτιμελείς και οι γυναίκες αποκλείονταν από το θρόνο της Αυτοκρατορίας. Μόνο δύο περιπτώσεις ανδρών μη αρτιμελών, αυτή του Ιουστινιανού Β’ και του Ισαακίου Β’ του Αγγέλου (ο πρώτος υπέστη ρινότμηση και ο δεύτερος τύφλωση) και τριών γυναικών της Ειρήνης της Αθηναίας και των αδελφών Ζωής και Θεοδώρας αποτέλεσαν την εξαίρεση του κανόνα.
Ο αποκλεισμός αυτός είχε να κάνει για τις μεν γυναίκες με τον αποκλεισμό τους από την ιεροσύνη ώστε να μπορέσουν να ηγηθούν της Εκκλησίας ως βασιλείς και αρχιερείς και για τους δε άνδρες μη αρτιμελείς, να ηγηθούν του στρατού ως αρχιστράτηγοι.
«Ο σταυρός νικά»
Οι δυο δυνάμεις, η Εκκλησία και το κράτος, ήταν δυο συνισταμένες που είχαν μια κοινή συνιστώσα, δηλαδή τη σωτηρία και την ευπραγία του λαού, η μεν Εκκλησία την σωτηρία της ψυχής, το δε κράτος τη σωτηρία-προστασία από επιδρομές αλλοφύλων. Η Εκκλησία εξασφάλιζε την αμέριστη συνεργασία του ισχυρού θεοστήρικτου στρατεύματος με αρχιστράτηγο την ίδια την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ήταν «υπέρμαχος στρατηγός», έσωζε την προστατευόμενη πόλη της από τις επιθέσεις των βαρβάρων και βοηθούσε στην καταστολή επαναστάσεων προερχόμενων από αιρετικά κινήματα που υπέβοσκαν περιφερειακά και μεθοριακά.
Ο κραταιός αυτός στρατός από την ίδρυσή του επί Μεγάλου Κωνσταντίνου έως και την εκ των πραγμάτων κατάργησή του επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου –του τελευταίου Έλληνα βασιλιά– είχε ένα σύνθημα ως αλεξίκακο φυλαχτό στη μάχη: «Ο σταυρός νικά».
Σχέσεις βασιλέων και Πατριαρχών
Τον 6ο αιώνα επί βασιλείας Ιουστινιανού Α΄ το Βυζάντιο γνωρίζει την ανασύστασή του εκ βάθρων. Αποκαθίσταται η Pax Romana, εξουδετερώνονται τα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας, διαμορφώνονται οι διοικητικές και νομοθετικές Αρχές έτσι ώστε να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία του κράτους. Η αυτοκρατορία σε αυτήν την περίοδο είναι δομημένη πάνω στη διοικητική και στρατιωτική δύναμη της παλιάς Ρώμης αποπνέοντας όμως το μεγαλείο του Χριστιανισμού, τη λαμπρότητα των μνημείων του (αποπεράτωση του Ι.Ν. της του Θεού Σοφίας –με το γνωστό στην ιστορία «νενίκησά σε Σολωμών» του Ιουστινιανού) και την ευρύτητα και ακτινοβολία του πολιτισμού του.
Όμως ο Ιουστινιανός δεν ήταν ευάρεστος στο λαό. Κινδύνεψε να καταποντιστεί. Χάρη στην αγαπημένη του Ελληνίδα σύζυγο Θεοδώρα, που τον απέτρεψε από το να παραιτηθεί λέγοντάς του το περίφημο «η βασιλική πορφύρα είναι ωραίο σάβανο», έμεινε τελικά στο θρόνο πνίγοντας στο αίμα τη Στάση του Νίκα (18 Ιανουαρίου 532). Κατόπιν τούτου τόνισε στις «Νεαρές» του (νόμοι που θέσπισε) ότι η αυτοκρατορική εξουσία δόθηκε από τον Θεό και ο αυτοκράτορας έχει υποχρέωση να είναι αρεστός μόνο σε Αυτόν, καταργώντας την παράδοση που μέχρι τότε ήθελε η αυτοκρατορική εξουσία να εκπορεύεται όχι μόνο από τον Θεό αλλά και από τον λαό.
Επί βασιλείας Λέοντα του ΣΤ’ του Σοφού τον 9ο αιώνα, Ρωμαίος και Χριστιανός ήταν έννοιες ταυτόσημες πια, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτωρ ονομάζει την αυτοκρατορία του «Έθνος Χριστιανών» και τον βυζαντινό λαό «περιούσιο».
Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και κράτους δεν ήταν πάντα απρόσκοπτες. Κάθε μια από τις δύο αρχές προσπαθούσε να επιβληθεί της άλλης. Για τον αυτοκράτορα η εκκλησία (το πλήρωμα δηλαδή των πιστών και οι κληρικοί) ανήκαν στο κράτος και του όφειλαν απόλυτη υπακοή. Για την Εκκλησία πάλι, ο αυτοκράτορας παρά το γεγονός ότι η «ελέω Θεού» εξουσία του ήταν αδιαπραγμάτευτη, δεν έπαυε να ήταν ένας από τους πιστούς που έπρεπε να τη συμβουλεύεται και να υπακούει στους κανόνες και στις επιταγές της για τη σωτηρία της ψυχής του.
Έτσι, δεν έπαψαν στη διάρκεια της συνύπαρξής των δύο εξουσιών οι προστριβές και οι έριδες. Ας θυμηθούμε από το συναξάρι του Ιερού Χρυσόστομου τη σύγκρουσή του με την Αυγούστα Ευδοξία, σύζυγο του αυτοκράτορα Αρκαδίου, που οικειοποιήθηκε την μοναδική περιουσία μιας χήρας, το κτήμα της. Όταν μάλιστα συνειδητοποίησε πως αντί να συνετιστεί (η Αυγούστα) έδειξε ακόμη μεγαλύτερη έπαρση ανεγείροντας άγαλμα προς τιμήν της, ξέσπασε εναντίον της με το γνωστό του λόγο από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι». Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος είναι το μεγαλύτερο παράδειγμα θρησκευτικού ανδρός που εναντιώθηκε σθεναρά για τα χριστιανικά του ιδεώδη στην κρατική διαφθορά και ας ήξερε ότι ο Ιωάννης στο κήρυγμά του δεν ήταν ο Πρόδρομος αλλά… ο ίδιος..
Υποδειγματική ήταν άλλωστε και η παρρησία του επισκόπου Μεδιολάνων Αμβροσίου έναντι του αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου, όταν του έθεσε κατηγορηματικά τα όρια δικαιοδοσίας του λέγοντάς του: «έξελθε (εκ του ιερού) βασιλεύ, η πορφύρα ποιεί βασιλείς και ουκ ιερείς», βάζοντας του μάλιστα και επιτίμιο ακοινωνησίας λόγω της σφαγής των 7.000 στασιαστών στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Τον 9ο αι. ο Πατριάρχης Φώτιος (ένας ακόμη Πατριάρχης που αντέδρασε στην κρατική εξουσία και αγίασε) θέλησε όχι μόνο να εναντιωθεί απέναντι στην κοσμική εξουσία αλλά και να τη δεσμεύσει με νόμους. Η «Επαναγωγή» το σύνολο των ηθικών επιταγών που περιβάλλουν τον ηγεμόνα δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και η προσπάθεια του Αγίου Φωτίου απέτυχε εν τη γενέσει της.
Πατέρες της Εκκλησίας
Ο Απόστολος Παύλος δίδαξε πολύ πριν την δημιουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πως ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στις αρχές που είναι ανώτερες από αυτόν, γιατί δεν υπάρχει εξουσία που δεν απορρέει από τον Θεό, και ακόμη πως αυτός που αντιτάσσεται στην εξουσία αντιτάσσεται στη βούληση του Θεού.
Ωστόσο ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος «διορθώνει» ό,τι παρερμηνείες μπορούν να προκύψουν από τον λόγο του Αποστόλου λέγοντας πως ο Θεός κατ΄ οικονομία επέτρεψε την κοσμική εξουσία ως αναγκαίο κακό, μιας και οι άνθρωποι στάθηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν το φυσικό δίκαιο και πως ο αυτοκράτορας είναι κι αυτός δούλος του Θεού όπως και ο λαός του, και πάνω από αυτόν (τον αυτοκράτορα) στέκει ο λειτουργός του Θεού δηλαδή ο αρχιερέας (Πατριάρχης).
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων