Στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας μεταφέρθηκαν και φέτος νοερά οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της ιστορικής κοινότητας της Νέας Καρβάλης του Δήμου Καβάλας, καθώς οι απόγονοι των προσφύγων κρατούν ακόμα τις παραδόσεις και διατηρούν τα ήθη και τα έθιμα.
Έτσι, μετά από μια μεγάλη περίοδο υγειονομικών περιορισμών, την παραμονή των Θεοφανίων άναψε η μεγάλη φωτιά μπροστά από το προσκύνημα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Παρά τα 86 της χρόνια, την άναψε η Αθηνά Μανουσαρίδου.
Τα Σάγια, όπως ονομάζεται το έθιμο, είναι μια τελετουργία και ταυτοχρόνως ένα δρώμενο γεμάτο συμβολισμούς και πολλές αναμνήσεις. Τον Μάρτιο του 2022 εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Όπως και πολλά άλλα δρώμενα που αναβιώνουν κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, έχει και λατρευτική διάσταση, όμως κύριος σκοπός είναι η ευχετηρία, δηλαδή η καλοχρονία, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Την παραμονή των Θεοφανίων στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας οι κάτοικοι νωρίς το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία και έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα. Έπιναν και πήγαιναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια.
Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα – κάποιες ομάδες συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε «Σάγια». Διάλεγαν μια μεγάλη κιλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: «Ήρθε η σάγια, την άκουσες;».
Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας.
Από νωρίς οι νέοι κουβαλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από το σωρό και ο παπάς ρωτούσε: «Ποιος θέλει ν’ ανάψει τη φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία;». Πρόσφερε ο καθένας ό,τι μπορούσε, εκείνος που θα έδινε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει τη φωτιά.
Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και όλοι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Αν ο καπνός υψωνόταν προς τ’ ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς τη δύση, το βορρά ή το νότο, μόνο τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές.
Μερικοί έπαιρναν από τη φωτιά μισοκαμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για γούρι. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν τη στάχτη και την σώρευαν πίσω από το ιερό της εκκλησίας.
Στη Νέα Καρβάλη το εθιμικό δρώμενο ξεκινά από το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Καππαδοκικού Πολιτισμού – Στέγη Πολιτισμού Νέας Καρβάλης, και στη συνέχεια η πομπή περνάει από τα σοκάκια του χωριού. Ολοκληρώνεται αργά το βράδυ όταν όλοι συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία και χορεύουν γύρω από τη φωτιά. Προσφέρονται κεράσματα, όπως κουραμπιέδες Νέας Καρβάλης, χοσάφ’ και ζεστό κρασί.