Τη διετία 1921-1922 και με ορμητήριο την Κωνσταντινούπολη, το θωρηκτό «Αβέρωφ» πραγματοποιούσε περιπολίες στον Εύξεινο Πόντο. Μια από τις αποστολές στις οποίες συμμετείχε ήταν ο βομβαρδισμός του λιμανιού και των αποθηκών της Αμισού (Σαμψούντα), στις 25 Μαΐου 1922. Στόχος ήταν να ανακοπεί ο ανεφοδιασμός των κεμαλικών με πολεμοφόδια από τη σοβιετική Ρωσία, κυρίως από τα λιμάνια Νοβοροσίσκ και Τουαψέ.
Στη μοίρα του ελληνικού στόλου, αρχηγός της οποίας ήταν ο ναύαρχος Ιωάννης Ηπίτης, εκτός του «Αβέρωφ» ήταν και τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αλλά και τα καταδρομικά «Αδριατικός» και «Νάξος».
Για τον βομβαρδισμό της Αμισού γράφει αναλυτικά, το 2008, ο Θωμάς Αλεξιάδης, στη μεταπτυχιακή του εργασία με τίτλο Η Αμισός του Πόντου, για το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από αυτή την εργασία με σύμβουλο τον καθηγητή τον Αθ. Ε. Καραθανάση.
«Στις 25 Μαΐου1922 (π.η.), το Ελληνικό Εθνικό Επιτελείο Ναυτικού, γνωρίζοντας ότι ο Μουσταφά Κεµάλ οχύρωνε όλες τις ακτές το Πόντου και θέλοντας να προλάβει την παραπέρα οχύρωσή τους, παράλληλα θέλοντας να πλήξει το κύριο σηµείο ανεφοδιασµού και συγκέντρωσης του κεµαλικού στρατού, διέταξε τον βοµβαρδισµό της Αµισού. Επιπλέον, ο ∆υτικός Πόντος µε την πρωτεύουσά του Αµισό, είχε πλεύσει στο αίµα. Είχε οδηγηθεί σε ολοκαύτωµα.
Μια µοίρα του ελληνικού στρατού αποτελούµενη από το θωρηκτό Αβέρωφ, τα αντιτορπιλλικά Πάνθηρ και Ιέραξ και από τα εύδροµα Αδριατική και Νάξος, εµφανίστηκε στο λιµάνι της Αµισού. Ο Έλληνας ναύαρχος Ηπίτης, σύµφωνα µε το άρθρο 2 της σύµβασης της Χάγης, ζήτησε µε έγγραφό του από τον Τούρκο διοικητή της πόλης, Φαΐκ µπέη, την καταστροφή του πολεµικού υλικού που βρισκόταν στην πόλη και την αποµάκρυνση του άµαχου πληθυσµού.
Του έδωσε προθεσμία 75 λεπτών, µέχρι να υλοποιηθούν τα ζητούμενα.
»Το έγγραφο επιδόθηκε στον Τούρκο διοικητή από τον κυβερνήτη του αμερικανικού αντιτορπιλικού αρ. 243 που βρισκόταν στο λιμάνι της Αµισού. Επιπλέον, ο πλοίαρχος Βρυάκος έστειλε τηλεγράφημα στον Φαΐκ µπέη, µε το οποίο τον προειδοποιούσε για τα τυχόν αντίποινα που θα ήθελε να διαπράξει. Σας προειδοποιούµεν ότι η παρουσία του ελληνικού στόλου και η νόµιµος δράσις της δεν θα ηδύνατο να χρησιµεύση ως πρόσχηµα δια την συνέχισιν των ωµοτήτων των διαπραχθεισών κατά των χριστιανών υπό των Τούρκων. Τοιαύτη στάσις θα έδιδεν εις τον ελληνικόν στόλον το δικαίωμα να ενεργήση αντίποινα καθ’ όλον το µήκος των τουρκικών ακτών των πειθομένων εις τον Μουσταφά Κεµάλ.
Για πρώτη φορά, μετά το όργιο σφαγών και εγκλημάτων στον Πόντο, οι Έλληνες αξιωματούχοι κοίταξαν στα µάτια την τραγική κατάσταση και αποφάσισαν να δράσουν, προκειμένου να διασώσουν ό,τι είχε απομείνει από το ελληνικό στοιχείο της Αμισού και περιφερόταν αδιάκοπα στις βουνοκορφές της.
»Ο Τούρκος διοικητής, αφού συνεννοήθηκε µε την κεµαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, έστειλε επείγουσα απάντηση στον διοικητή της µμοίρας. Σ’ αυτήν δήλωνε ότι η Αμισός ήταν ανοχύρωτη και κατά τον ισχύοντα νόμο, δεν έπρεπε να κανονιοβοληθεί. Απέρριψε ως απαράδεκτους τους όρους, δεν αποµάκρυνε τον άµαχο πληθυσµό, ντόπιους και ξένους και προκλητικά ανέφερε: Θεωρώ ως φανταστικήν την δήλωσιν σας, την αφορώσαν εις τας φρικαλεοτήτας τας διαπραχθείσας κατά χριστιανών…
Ιταµή και ειρωνική η δήλωση του κεµαλικού διοικητή. Όταν πέρασε η προθεσµία που είχε δοθεί µε το νόµιµο τελεσίγραφο στις 12:15΄, άρχισε ο βοµβαρδισµός της πόλης και διήρκεσε δύο ώρες. Μόλις άρχισε ο βοµβαρδισµός της Αµισού, αµέσως τα τουρκικά πυροβολεία από τα υψώµατα της πόλης ανταπέδωσαν τα πυρά, προσπαθώντας να βυθίσουν ή να προκαλέσουν ζηµιές στα ελληνικά πολεµικά. Την ώρα του βοµβαρδισµού ο ναύαρχος Ηπίτης έστειλε τηλεγράφηµα στον διοικητή του αµερικανικού αντιτορπιλικού στο οποίο έγραφε: Ελπίζω ότι είδατε και επείσθητε ότι εκτός του πολεµικού υλικού, η πόλις περιείχε τηλεβόλα περιφρουρήσεως, τα οποία έβαλλον εναντίον µας. Αποδεικνυόταν ότι η Αµισός ήταν οχυρωµένη πόλη, παρά την σύµβαση της Χάγης.
»Ενώ ο στόλος βοµβάρδιζε την Αµισό, από µια απόσταση 1.000-3.000µέτρων, το εύδροµο Νάξος έφτασε σε απόσταση διακοσίων µέτρων από την ακτή και προξένησε µεγάλη καταστροφή, µη κινδυνεύοντας από τα τουρκικά κανόνια. Όλες οι αποθήκες πυροµαχικών καταστράφηκαν, όπως επίσης η µεγάλη αποθήκη πετρελαίου και βενζίνης, καθώς και όσα πλεούµενα υπήρχαν µέσα στο λιµάνι. Γκρεµίστηκε το ∆ιοικητήριο, το σπίτι του Τούρκου διοικητή και το τελωνείο µε τις αποθήκες του, όπου είχαν αποθηκευτεί µεγάλες ποσότητες πυροµαχικών και πολεµικού υλικού. Το θωρηκτό Αβέρωφ αχρήστεψε τις τουρκικές πυροβολαρχίες, οι οποίες υπολογίστηκαν ότι ήταν έξι, καθώς και µια πυροβολαρχία ολµοβόλων.
Όταν άκουσαν πάνω στα βουνά, οι Έλληνες της Αµισού, τους βοµβαρδισµούς στην πόλη της Αµισού, φωνάζοντας τα κανόνια των Ελλήνων είναι , ανέβηκαν στις πιό ψηλές κορυφές για να τα ακούν καλύτερα.
Αν μπορούσανε και να τα βλέπανε… Χαίρονταν και ενθουσιάζονταν ασυγκράτητα. Το χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους, γεννήθηκε η ελπίδα. Τους φαινόταν απίστευτο ότι η Ελλάδα από τόσο µακριά νοιάζονταν γι’ αυτούς.
»Την επόµενη ηµέρα του βομβαρδισµού της Αµισού, ρωσικό πλοίο ξεφόρτωσε πυροµαχικά. Ενώ µέχρι τότε υπήρχαν στην πόλη 2-3 χιλιάδες στρατιώτες, στα τέλη Ιουνίου (π.η.) είχαν συγκεντρωθεί 4.000 στρατιώτες και γίνονταν πυρετώδεις εργασίες για την εκ νέου οχύρωση της πόλης. Τοποθετήθηκαν έξι νέα πυροβόλα. Στα τέλη Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Αμισό μια μεραρχία τουρκικού στρατού, ενώ συνεχίστηκε η οχύρωση των παράλιων πόλεων του Πόντου. Η επιτυχία της αποστολής του ναυάρχου Ηπίτη, έδειξε ότι ο κεµαλικός στρατός δεν ήταν απρόσβλητος στις ακτές του Πόντου και, εάν υπήρχε η πολιτική βούληση καθώς και η θετική διπλωματική συγκυρία, θα μπορούσε να αποφευχθεί ο σφαγιασμός τόσο της Αμισού, όσο και ολόκληρου του Πόντου.
Η κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη διαμαρτυρήθηκε στις εφημερίδες TIMES του Λονδίνου και Reuter για τον βομβαρδισμό της ανοχύρωτης Αμισού, αλλά πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη».