Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες δεν είναι άλλος από τον Πόντιο Ακρίτα, τον πολεμιστή που υπερασπίζεται τα μακρινά σύνορα. Στο ποίημα αυτό είναι νιόπαντρο παλληκάρι, που αμέσως μετά το γάμο του φεύγει στον πόλεμο – φαινόμενο σύνηθες στον Πόντο.
Οι εχθροί του Βυζαντίου, κάθε ώρα και στιγμή παραβίαζαν τα σύνορα από την πλευρά εκείνη. O λαός το ήξερε και ήταν πάντα έτοιμος.
Αναφέρονται περιπτώσεις όπου ο γάμος μένει στη μέση ή σταματά αμέσως μετά τη στέψη, οπότε ο γαμπρός, μαζί με τα άλλα παλικάρια του χωριού ξεκινούν για τον πόλεμο.
Οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν την επικοινωνία ανάμεσα στον Ακρίτα πολεμιστή και τους δικούς του. Καμιά φορά, από διάφορα περιστατικά ή κακές πληροφορίες, βεβαιωνόταν –ή συμπεραινόταν– ο θάνατός του. Αλλά κι αυτή η παρατεταμένη απουσία του, πολλές φορές (ίσως από κάποιες κακές προθέσεις) θεωρούνταν σαν χαμός, οπότε οι συγγενείς της γυναίκας του πολεμιστή την οδηγούσαν σε νέο γάμο.
Κάτι τέτοιο διαφαίνεται έμμεσα από τα πραγματικά περιστατικά, που υπαινίσσεται εδώ η ποντιακή μούσα και που ο ρεαλισμός είναι συχνά το βασικό χαρακτηριστικό της δομής της. Ο μύθος του τραγουδιού υπογραμμίζει το δραματικό στοιχείο της ζωής των Πόντιων Ακριτών, που ήταν ταγμένοι να παραμείνουν ακοίμητοι φρουροί στις επάλξεις του έθνους, προστατεύοντας και δικαιώνοντας ταυτόχρονα τα οικογενειακά ιδεώδη.
Ακολουθεί το ποίημα στην ποντιακή διάλεκτο, και σε απόδοση του Στάθη Ευσταθιάδη στη νεοελληνική.
~
Τη Γιάννε τ’ όνερον
Ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μοναχόν ο Γιάννες,
πέντ’ ημερών γαμπρός έτον, ’ς σον πόλεμον εχπάστεν
κι ουδέ λίγον κι ουδέ πολύ, εποίκεν δέκα χρόνια.
Κι ατός όνερον έλεπεν σ’ αποψισνόν το βράδον:
’Σ σο σημερνόν και σ’ αυρισνόν την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Εσπίχτεν κι ετραγώδεσεν ώρια το μεσονύχτι.
Έκ’σεν ατο ο βασιλιάς, βαρύν χολήν ’κί σκώνει.
— Ποίος έν π’ ετραγώδεσεν ώρια το μεσονύχτι;
Γιά κλέφτες έν, γιά πόρνες έν, γιά τη φιλιάς καμένος.
— Εγώ έμ’ π’ ετραγώδεσα ώρια το μεσονύχτι,
νιά κλέφτες έμ, νιά πόρνες έμ’, νιά τη φιλιάς καμένος.
’Σ σο σημερνόν και σ’ αυρινόν η κάλη μ’ έχι κι αντρίζει.
— Γιά δώστ’ ατον και τ’ άλογον, ντο στέκει προς γωνέαν,
ντ’ αναμασά τα σίδερα, ντο τρώει τα κροσταλίδια.
Ους να θα ζιαγκινοπατεί, εφτάν’ σ’ ημ’σόν τη στράταν
και ους να καλοκάθεται, εκεί να ευρισκάται.
’Κόμαν ’κ’ εζιαγκοπάτεσεν, ’ς σο μεσοστράτ’ ευρέθεν,
’κόμαν ’κ’ εκαλοκάθεσεν κι ατός εκεί ευρέθεν.
Καλόγερον απέντεσεν απάν’ ’ς σο σταυροδρόμιν.
— ’Σ σον Θο σ’, ’ς σον Θο σ’, ναι δάσκαλε, και τίνος έν’ ο γάμος;
— Τη Γιάννε μ’ έν’ και η χαρά, τ’ εγάπ’ς ατ έν’ ο γάμος.
Εκεί ’ς σα τσιαρταγόσπιτα, ’ς σα ψηλά παραθύρια,
που τρών’ και πίν’ και τραγωδούν έμορφα τραγωδίας,
εκεί στολίζ’ν την νιόνυφον, τη Γιάννε μ’ την εγάπην,
απόψ’ και τα μεσάνυχτα την κάλην ατ’ αντρίζ’νε.
Ο Γιάννες πάει κι αποκουμπίζ’ και ’ς ση χαράς την πόρταν.
Την πόρταν λάχταν κρούει ατός κι απ’ έξ’ απέσ’ εμπαίνει.
Εσέβεν ατός ’ς σο χορόν κι ελάισεν το μαντίλν ατ’,
ερρούξεν το μαντίλιν ατ’ ’ς ση κόρης το νυφίον,
τερεί, καλοξετάζει ατο, φιλεί ατο και λέει:
— Τα Κάλαντα ντ’ ερμάτωσα, τα Φώτα ντ’ επλερώθεν
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν, ντ’ εδώκα εγώ τον Γιάννεν.
Συμπέθεροι ’ς σ’ οσπίτια σουν, γειτόνοι ’ς σ’ αυλιτόρια
κι εσύ γαμπρέ κι απόγαμπρε, δέβα κι απ’ όθεν έρθες,
έρθεν το πρωτοστέφανο μ’, το πρώτον η εγάπη μ’.
Εγώ Γιάννεν εγάπεσα κι εκείνον πάλ’ θα παίρω.
[αντρίζ’νε = παντρεύουν Ι εσπίχτεν = σφίχτηκε, έβαλε τα δυνατά του Ι της φιλιάς = του έρωτα (φιλία) Ι γωνέαν = μεγάλη πέτρα που σχηματίζει γωνία Ι κροσταλίδια = κρύσταλλα Ι τσιαρταγόσπιτα = ξύλινα σπίτια Ι ελάισεν = κούνησε, ανέμισε Ι επλερώθεν = τελείωσε, ολοκληρώθηκε]
Τ’ όνειρο του Γιάννη
Ο Γιάννης ο Μονογενής, μοναχογιός ο Γιάννης
πέντε μερών ήταν γαμπρός, στον πόλεμο επήγε,
ούτε λίγο, ούτε πολύ, έκανε δέκα χρόνια.
Στον ύπνο τον αποψινό, όνειρο βλέπει ο Γιάννης:
Παντρεύουν τη γυναίκα του στη σημερνή τη μέρα.
Και με καημό τραγούδησε μεσάνυχτα ο δόλιος!
Κι ο βασιλιάς που τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
— Ποιος είν’ αυτός που τραγουδά μέσα στο μεσονύχτι;
Κλέφτης ή πόρνος θα ’ναι αυτός, ή έρωτα γυρεύει.
— Εγώ τραγούδησα, εγώ, μέσα στο μεσονύχτι,
Δεν είμαι κλέφτης, πόρνος καν, κι έρωτα δεν γυρεύω.
Η καλή μου παντρεύεται στη σημερνή τη μέρα.
— Δώστε του κείνο τ’ άλογο, στην πέτρα δίπλα που ’ναι,
π’ αναμασάει σίδερα, κρύσταλλα κατατρώγει.
Ως να πατήσει τα σκαριά, πάει στον μισό το δρόμο
και στο χωριό του θα βρεθεί ως να καλοκαθίσει.
Και τα σκαριά δεν πάτησε, πάει στον μισό το δρόμο
κι ακόμα δεν καλόκατσε κι ευρέθη στο χωριό του.
Καλόγηρο συνάντησε στο σταυροδρόμι επάνω.
— Για το Θεό σου, δάσκαλε, ο γάμος τίνος είναι;
— Απόψε εδώ παντρεύουνε του Γιάννη τη γυναίκα.
Δες τα ψηλοπαράθυρα, κει πέρα στα τσαρτάκια,
που τρώνε, πίνουν και γλεντούν και γλυκοτραγουδάνε,
εκεί στολίζουν νιόνυφη, του Γιάννη την αγάπη,
πουρνό-πουρνό με την αυγή θε να την στεφανώσουν.
Ο Γιάννης αποκούμπησε στην πόρτα του σπιτιού του.
Στην πόρτα δίνει μια κλοτσιά κι απ’ έξω μέσα μπαίνει.
Κι αμέσως μπαίνει στο χορό κουνώντας το μαντίλι
και πέφτει το μαντίλι του στην κάμαρη της νύφης,
το παίρνει η κόρη, το κοιτά, και το φιλεί και λέει:
—Τα Κάλαντα το κέντησα, το τέλειωσα τα Φώτα,
τη Μεγάλη Παρασκευή το δώρησα στον Γιάννη.
Συμπέρθεροι στα σπίτια σας! Γειτόνοι στις αυλές σας
κι εσύ γαμπρέ κι απόγαμπρε, να πας απ’ όπου ήρθες,
γιατ’ ήρθ’ ο άντρας μου ο καλός, το πρώτο μου στεφάνι!
Εγώ Γιάννην αγάπησα κι αυτόν θα πάρω πάλι.