Για να επιβιώσουν –ή απλώς για να υπάρξουν– στην Τουρκία, τα μέλη των μειονοτήτων έπρεπε να αποκτήσουν άλλες ταυτότητες. Στην Τουρκία, οι επιζώντες της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το 1915, και οι απόγονοί του μερικές φορές αποκαλούνται «απομεινάρια του ξίφους». Η χρήση αυτής της φράσης επιβεβαιώνει ότι έγινε μαζική σφαγή και πως μερικοί επιζώντες κατάφεραν να γλιτώσουν από τη Γενοκτονία. Εκτός αυτής της φράσης που χρησιμοποιείται πολλά χρόνια, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν πολλαπλασιαστεί οι φράσεις που αναφέρονται στους απογόνους επιζώντων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Στο βιβλίο της Η ιστορία των Αρμενίων στο Κολαστήριο η Vercihan Ziflioglu σημειώνει ότι φράσεις όπως «κρυπτοαρμένιοι, «Αρμένιοι μουσουλμάνοι» και «εξισλαμισμένοι Αρμένιοι» χρησιμοποιούνται επίσης. Όλοι αυτοί οι όροι αναφέρονται στο ίδιο κοινωνικό φαινόμενο: Τη γενοκτονία που εξανάγκασε μερικούς χριστιανούς Αρμένιους πολίτες της Τουρκίας να κρύβουν τη θρησκευτική τους ταυτότητα, με αποτέλεσμα οι απόγονοί τους να συνεχίζουν να αποκρύπτουν αυτήν την ταυτότητα, ίσως γνωρίζουν ελάχιστα για αυτή ή μπορεί να αγνοούν τη θρησκευτική και εθνική τους κληρονομιά.
Κάτι ανάλογο, αν και όχι τόσο γνωστό, συνέβη και στους επιζώντες από τις σφαγές του 1914-1923 σε βάρος της ελληνικής κοινότητας και μεταξύ εκείνων των Ελλήνων που παρέμειναν στην Ανατολία, μετά την Ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923.
Στα τέλη του Δεκεμβρίου, το Gercek News δημοσίευσε ένα άρθρο που παραλληλίζει αυτό το φαινόμενο με εκείνο που βιώνουν οι Αρμένιοι που έγιναν Αλεβίτες στην περιοχή Ντερσίμ. Στο άρθρο αναφέρεται πως οι Αρμένιοι που ζουν στο Ντερσίμ και εκείνοι που γλίτωσαν από τη Γενοκτονία και βρήκαν καταφύγιο σε αυτή την περιοχή έγιναν Αλεβίτες για να προστατέψουν τη ζωή και την ακεραιότητά τους.
Για να επιβιώσουν ή απλά για να υπάρξουν στην Τουρκία, αυτά τα μέλη των μειονοτήτων έπρεπε να αποκτήσουν άλλες ταυτότητες. Κάποιοι υιοθέτησαν τη νέα μουσουλμανική τους ταυτότητα με ειλικρινή πίστη. Άλλοι είδαν την προηγούμενη ταυτότητά τους ως τη μόνη αληθινή και ποτέ δεν την εγκατέλειψαν αλλά την έκρυψαν προσεκτικά. Κάποιοι που μυστικά παρέμειναν χριστιανοί μετέδωσαν αυτή την «εσωτερική γνώση» στις επόμενες γενιές ενώ άλλοι απέφυγαν να πουν στα παιδιά τους για την οικογενειακή καταγωγή τους για να τα προστατεύσουν.
Στο τουρκικό εθνικιστικό αφήγημα, το πρόθεμα «κρυπτο-» που συνδέεται με μια θρησκευτική ταυτότητα, χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο.
Προσβάλλει τον κάτοχο αυτής της ταυτότητας, υπονοώντας ότι είναι αναξιόπιστο πρόσωπο. Η χρήση του συγκεκριμένου προθέματος υποδηλώνει ότι ενώ ο κάτοχος της ταυτότητας είχε την επιλογή να ζήσει ανοιχτά και με ειλικρίνεια ως μέλος μιας συγκεκριμένης θρησκείας, επέλεξε σκόπιμα να εξαπατήσει τους άλλους.
Από τη μία πλευρά, η έννοια των «μυστικών χριστιανών» μπορεί να θεωρηθεί ως συστατικό ή υποθέμα της αποτυχίας της Τουρκίας να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. Το βάρος των φρικτών γεγονότων στην τουρκική ιστορία μετατοπίζεται από τους δράστες και τους κληρονόμους τους στα θύματα και τους απογόνους τους. Αντί να αντιμετωπίσουμε τις αμαρτίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, δείχνουμε με το δάχτυλο τα θύματα αυτών των αμαρτιών και τους κατηγορούμε ότι ελεύθερα επέλεξαν τη μυστικότητα και την εξαπάτηση.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η μεγάλη τραγωδία της αναγκαστικά κρυφής θρησκευτικής ταυτότητας αξίζει ανάλυσης καθώς αποτελεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τμήμα άλλου ζητήματος. Αυτό το πρόβλημα είναι η άρνηση του δικαιώματος στην ταυτότητα. Πλαισιώνω την έννοια με αυτό τον τρόπο γιατί όταν οι κρυπτοχριστιανοί αποκαλύφθηκαν, ούτε η ευρύτερη μουσουλμανική κοινότητα, ούτε οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων της Τουρκίας τους αποδέχθηκαν.
Το δικαίωμα αυτών των ατόμων στο να έχουν ταυτότητα και η ανάγκη της Τουρκίας να αντιμετωπίσει το παρελθόν της διασταυρώνονται και επικαλύπτονται. Εάν η Τουρκία είχε αντιμετωπίσει το παρελθόν της, η σχέση της με όλες τις μειονότητες θα είχε υποστεί βαθιά αλλαγή. Ας φανταστούμε ένα περιβάλλον όπου η Γενοκτονία των Αρμενίων είναι ένα θέμα που έχει αντιμετωπιστεί. Τότε οι Αρμένιοι στην Κωνσταντινούπολη θα θεωρούνταν ως εγγόνια των θυμάτων της Γενοκτονίας. Ωστόσο, η ταυτότητα των «κρυπτοαρμενίων» είναι πιο λεπτό και περίπλοκο θέμα από το απλά να είναι εγγόνια των θυμάτων της Γενοκτονίας.
«Οι κρυπτοαρμένιοι» είναι θύματα όχι μόνο της Γενοκτονίας αλλά και μιας άλλης σοβαρής παραβίασης των δικαιωμάτων που δεν περιλαμβάνεται στην αναγνώριση όσων έγιναν το 1915. Τους έχουν αρνηθεί τις ταυτότητές τους – είτε καταστράφηκαν, είτε απλά είναι κρυμμένες.
Έχασαν μέλη της οικογένειάς τους κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας και με κάποιο τρόπο επέζησαν οι ίδιοι. Ωστόσο αυτή η επιβίωση στοίχισε όλους τους δεσμούς με τον αρχαίο πολιτισμό τους και την ταυτότητά τους.
Το δικαίωμα στην ταυτότητα αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως αυτόνομο, ανεξάρτητο δικαίωμα που περιλαμβάνει το δικαίωμα κάποιου να έχει όνομα, οικογένεια και πολιτισμό. Από αυτήν την άποψη, είναι προφανές ότι το δικαίωμα των Αρμενίων και των Ελλήνων που εξισλαμίστηκαν ή έγιναν Αλεβίτες, στα δικά τους ονόματα, οικογένειες και πολιτισμικές ταυτότητες υπόκεινται σε σοβαρή, συνεχή παραβίαση. Γιατί εάν αυτές οι εξισλαμισμένες μειονότητες δεν είχαν αναγκαστεί να αλλαξοπιστήσουν, εάν είχαν αδιάλειπτη σύνδεση με την καταγωγή και την κληρονομιά τους, θα είχαν διαφορετικά ονόματα και διαφορετικές οικογενειακές ιστορίες και θα είχαν κληρονομήσει έναν διαφορετικό πολιτισμό. Παρόλο που μπορεί να λεχθεί ότι τέτοιες απώλειες συμβαίνουν κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε αφομοίωσης, η λέξη «αφομοίωση» είναι ανεπαρκής για να περιγράψει την ένταση και το μέγεθος της ζημιάς από την απώλεια, στην Τουρκία όπου υπήρξε πλήρης διαγραφή της ταυτότητας.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσοι Αρμένιοι παρέμειναν στην Ανατολία μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων ή πόσοι Έλληνες παρέμειναν στην Τουρκία μετά την Ανταλλαγή πληθυσμών.
Ωστόσο, ορισμένες εκτιμήσεις έγιναν χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα δεδομένα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Αρμενικού Πατριαρχείου, μετά τη Γενοκτονία, περίπου 100.000 γυναίκες και παιδιά αρμενικής καταγωγής παρέμειναν στην Ανατολία. Δεν υπάρχουν αντίστοιχα συγκρίσιμα στοιχεία για την ελληνική μειονότητα.
Έλληνες και Αρμένιοι που παρέμειναν στην Ανατολία μετά τις σφαγές, την Ανταλλαγή πληθυσμών και τη Γενοκτονία βίωσαν περαιτέρω κοινωνικές ρήξεις. Παίρνοντας ως παράδειγμα οικογένειες Αρμενίων, βλέπουμε ότι μερικοί παρέμειναν χριστιανοί, κάποιοι έγιναν πράγματι μουσουλμάνοι και κάποιοι άλλοι χωρίστηκαν, με ένα τμήμα της οικογένειας να διατηρεί τη χριστιανική ταυτότητα και ένα άλλο τμήμα να αφοσιώνεται στο Ισλάμ. Είναι επίσης γνωστό ότι κάποιες οικογένειες Αρμενίων που ασπάστηκαν το Ισλάμ, επέτρεπαν μόνο γάμους μεταξύ μελών εξισλαμισμένων οικογενειών Αρμενίων και έβλεπαν τους εαυτούς τους ως Μουσουλμάνους αρμενικής εθνότητας.
Αυτοί οι χριστιανοί της Ανατολίας, κατά κάποιο τρόπο, αποροφήθηκαν από τις κοινωνικές δομές που υπήρχαν γύρω τους. Από τη μία πλευρά παρήγαγαν νέες μορφές ύπαρξης μέσα στην ευρύτερη μουσουλμανική κοινότητα, ενώ από την άλλη πλευρά κρατούσαν ζωντανές τις πεποιθήσεις και τους πολιτισμούς που μετέφεραν από το παρελθόν με διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο ερευνητής Μερτ Καγιά στο βιβλίο Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Ανατολίας το διάστημα 1919-1925: Μια μελέτη της μνήμης, η χριστιανική παράδοση της βαφής των αυγών συνεχιζόταν μέχρι προσφάτως σε αυτές τις εξισλαμισμένες οικογένειες. Και παρόλο που το Ισλάμ απαγορεύει, γενικά, την κατανάλωση αλκοόλ, σ’ αυτές τις οικογένειες υπήρχαν παραγωγοί ποτών και κρασιού. Ομοίως, πολλές παραδόσεις που δεν σχετίζονται με το Ισλάμ, και βρίσκονται σε συμφωνία με τη χριστιανική πίστη, εξακολουθούν να είναι ζωντανές στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Ανάμεσά τους είναι η χρήση φέρετρων για την ταφή των νεκρών και η συμμετοχή σε δραστηριότητες που αντικατοπτρίζουν το εκκλησιαστικό ημερολόγιο.
Οι ιστορίες των εξισλαμισμένων Ελλήνων και Αρμενίων που μαθαίνουν τις πραγματικές ταυτότητές τους διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Για ορισμένους, αυτή η ταυτότητα είναι κάτι για το οποίο είχαν διαίσθηση λόγω ενδείξεων που υπήρχαν στο περιβάλλον τους. Για παράδειγμα, κάποιοι Αρμένιοι που κρύβουν την ταυτότητά τους και ζουν στη νοτιοανατολική Τουρκία λένε ότι οι γείτονές τους τούς αποκαλούν «μισλιμένι». Πρόκειται για κουρδική λέξη που κυριολεκτικά σημαίνει «μουσουλμάνοι» αλλά σύμφωνα με την Αρμένια δημοσιογράφο και συγγραφέα Βερτζιχάν Ζιφλίογλου χρησιμοποιούνταν για να επισημάνει εκείνους που είχαν εξισλαμιστεί. Σε άλλες περιπτώσεις, γηραιότερα μέλη οικογενειών γνώριζαν το παρελθόν και τις ρίζες τους αλλά το κράτησαν μυστικό από άλλα άτομα της οικογένειάς τους.
Όταν πρόκειται για την ταυτότητα ανθρώπων, αναμφίβολα το κράτος την ξέρει καλύτερα από όλους και άρα είναι σε θέση να αναγνωρίσει τους εξισλαμισμένους χριστιανούς που δεν γνωρίζουν την καταγωγή τους. Η Τουρκία έχει καταγράψει λεπτομερώς δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το οικογενειακό παρελθόν των πολιτών της και για αυτό έχει πρόσβαση στο γενεαλογικό δέντρο όλων, συμπεριλαμβανομένων των επονομαζόμενων «κρυπτο- Ελλήνων και Αρμενίων».
Ορχάν Κεμάλ Τζενγκίζ