Οχτώ ημερών βρέφος ήτανε όταν δέχτηκε την περιτομή του ο Χριστός. Η βάφτισή του γιορτάζεται δώδεκα μέρες μετά τη γέννηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως βαφτίστηκε την ίδια χρονιά, σε ηλικία δώδεκα ημερών. Ώριμος άντρας τριάντα ετών ήτανε όταν βαφτίστηκε ο Χριστός.
Η 6 δηλαδή του Γενάρη, η γιορτή των Φώτων, δεν ήτανε την ίδια χρονιά με τη γέννησή του, αλλά ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Η λαϊκή όμως πίστις των παλαιοτέρων γενεών, που αγνοούσε τα κείμενα των ιερών γραφών, επρέσβευε πως την ίδια χρονιά με τη γέννηση, ύστερα από 12 μέρες, σε βρεφική δηλαδή ηλικία βαφτίστηκε ο Χριστός. Αυτό προκύπτει και από τα κάλαντα της γιορτής:
Σήμερα ’ν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
είν’ η Παναγιά η Δέσποινα.
Σπάργανα βαστάει και γιον κρατεί
και τον Ιωάννη παρακαλεί […]
Ενώ όπως είναι γνωστό από τα Ευαγγέλια, δεν τον πήγε η Παναγία τον Χριστό, αγκαλιά σπαργανωμένο, στον Ιορδάνη. Μόνος του ο Θεάνθρωπος πήγε, χωρίς μάλιστα τη μητέρα του, προς συνάντηση του Ιωάννου, και ανταλλάχτηκαν μεταξύ αυτού και του Βαφτιστή τα γνωστά λόγια για την εξουδετέρωση των δισταγμών του δεύτερου.
Η λαϊκή αντίληψη δεν πολυσκοτίζεται πάντως με τέτοιες ακρίβειες.
Στις ημέρες αυτές της γενικής ευτυχίας και γουρνοχαράς των δωδεκαήμερων οι καλαντάρηδες περισσότερο ασχολούνται με τη συμμετοχή τους σ’ αυτή τη συμποσιακή πανδαισία. Γι’ αυτό και τα τραγούδια τους είναι γεμάτα κομπλιμέντα προς τους νοικοκυραίους και τη φαμίλια τους:
Αφέντη μου στην τάβλα σου
χρυσή καντήλα φέγγει […]
Εδώ στα σπίτια τα ψηλά
τα μαρμαροχτισμένα […]
και πρόκειται βέβαια για καλυβόσπιτα.
Παλικαράκι μ’ όμορφο
με το στριφτό μουστάκι […]
Ένα μικρό μικρούτσικο
του Βασιλιά τ’ αγγόνι […]
Με το φωτισμό των Θεοφανίων, το ράντισμα δηλαδή με το μεγάλο, όπως λέγεται, αγίασμα των φώτων, γίνεται η κάθαρση των κατοικημένων τόπων από το πνεύμα του πονηρού, που εξαπολύθηκε τις ημέρες των δωδεκαημέρων, τότε, για την εξόντωση του Θεανθρώπου από την γκεστάπο του Ρωμαίου επάρχου Ηρώδη.
Αυτό το πνεύμα του πονηρού, αυτά τα βρικολακιασμένα τσακάλια, η παγάνα, που εξαπόστειλε ο Ηρώδης και σκότωσε τα 14.000 αθώα νήπια, τριγυρίζουν μέχρι σήμερα στα δωδεκαήμερα.
Γι’ αυτό και ονομάζονται παγανά, τελώνια, καλικατζούρια, χαμοδράκια κτλ., τα οποία η λαογραφική μας έρευνα θεωρεί λείψανα των αρχαίων σατύρων, αιγυπάνων και σειληνών των προχριστιανικών χρόνων.
Ο αγιασμός των υδάτων γίνεται, για τα τελώνια, σειρήνα συναγερμού που τα ξεκουμπίζει στα τσακίδια, στον όξω από δω:
Άντε μας να φύγωμε·
έρχεται ο ζουρλόπαπας
με τη ζουρλοφωστήρα.
Αλλά στο πρόγκηγμα των παγανών συνεργούν, φαίνεται, και τα ρουγκατσάρια. Είναι μασκαρεμένα παιδικά μπουλούκια, που γυρίζουν στα χωριά την παραμονή των Φώτων.
Φορούσαν στα παλιότερα χρόνια τις κλέφτικες φορεσιές που εσώζοντο ακόμα στα ορεινά χωριά της Ρούμελης και της Θεσσαλίας. Κάτασπρες φουστανέλες, με τα πολλά λαγκιόλια, ευζωνικές κάλτσες με φούντες και καλτσοδέτες, πισλιά με κόκκινες τσόχινες φόδρες, σκούφιες από μαύρο ατλάζι κι ασημοκέντητες μπαλάκες στη μέση μαζί με μια αρμαθιά κουδούνια.
Τα μούτρα τους ήταν κρυμμένα με προσωπίδες χάρτινες (μάσκες) και στα χέρια τους κρατούσαν κλέφτικα γιαταγάνια. Τραγουδούσαν τα κάλαντα της γιορτής με παραλλαγμένες χοντρές φωνές μπάσου, για να μην γνωρίζονται. Η επωδός ήταν η στερεότυπη ευχή:
Κι τ’ χρόοοον’!
Ταχιά τρώωων!
(καταλύουν δηλαδή κρέας, ενώ την παραμονή –του Σταυρού, που γυρίζουν– νηστεύουν) και θερμή έμμετρη έκκληση για τα κεράσματα:
Νιά ψύχα από λουκάνικο
νιά ψύχα από μπουμπάρα […]
Δηλαδή κάμποσο λουκάνικο ή από το χοντρό χοιρινό σαλάμι, την μπουμπάρα (το παχύ έντερο του γουρουνιού που γίνεται λουκάνικο).
Τα μασκαρεμένα αυτά κλέφτικα μπουλούκια των καλαντάρηδων ίσως πήραν τ’ όνομα ρουγκατσάρια ή ρουγκάτσια ως απομίμηση των παλιών κλεφτών κι αρματωλών, που πολεμούσαν στα βουνά τους Τούρκους.
Ρουγκάτσικα (τραγιά, κριάρια) λένε στη Ρούμελη τα κακομουνουχισμένα αρσενικά ζώα. […]Από τα ρογκάτσικα αυτά ζώα ονομάστηκε ύστερα ρογκάτσικο κάθε σκάρτο και μισοβέζικο πράμα.
Ρογκάτσικο χωράφι, ρογκάτσικη σοδειά, ακόμα και ρογκάτσικος άνδρας. Οι μασκαράδες λοιπόν των Φώτων, σαν απομίμηση των αληθινών κλέφτικων μπουλουκιών, πήραν το όνομα ρουγκάτσια ή ρουγκατσάρια. […]
Τα ρουγκατσάρια δεν περιορίζονται μονάχα στο χωριό τους. Ταξιδεύουν και στα γειτονικά χωριά, όπου μαζεύουν κρασί, λουκάνικα, χοιρινό κρέας, χρήματα κτλ. Ροβολάνε ως τα χειμαδιά των τσελιγκάδων. Έχουν και γι’ αυτούς πρόχειρα τα έμμετρα κομπλιμέντα:
Εδώ σταλίζουν πρόβατα, εδώ σταλίζουν γίδια.
Σαν τα μυρμήγκια περπατάν, σαν τα μελίσσια βάζουν (βουίζουν).
Σαν παίρνουν τον κατήφορο γεμίζουνε οι κάμποι
σαν παίρνουν τον ανήφορο γεμίζουνε τα πλάϊα…
Κι όπως παίρνουν οι ίδιοι –τα ρουγκατσάρια– τα χιονισμένα πλάϊα το σούρουπο, φαντάζουν σαν μυστική λιτανεία, που χάνεται για πάντα μαζί με τα θελκτικά γιορτάσιμα έθιμα και τις όμορφες παραδόσεις του χωριού. Μια γοητευτική ζωή, γεμάτη χαρές και ομορφιές, που καταποντίζεται στην αλλαγή της σύγχρονης εποχής.