Τη Γη του Πόντου, το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά και μέσω αυτού την ίδια τη γη και κυρίως την ιστορία του ιστορικού Πόντου, την πρωτογνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι συζητήσεις με τους παππούδες και η συμμετοχή σε χορευτικά ποντιακών συλλόγων ήταν σαφώς μια σημαντική αρχική μύηση, αποσπασματική όμως· ήταν στιγμιότυπα μόνο, κι αυτά ασύνδετα, μιας άλλης εποχής, ενός κόσμου άγνωστου μα και τόσο δικού μας. Έλειπε το σύνολο της εικόνας, δηλαδή η ιστορία των ανθρώπων μας στην προγονική γη, στην «Πατρίδα» όπως την έλεγαν, η εποχή της ευημερίας αλλά και τα γεγονότα της ταραγμένης τελευταίας περιόδου στα άγια χώματα (Γενοκτονία, γενναία αντίσταση κ.ά.) και ο Ξεριζωμός. Όλα αυτά, τα πολλά και σημαντικά, στη σειρά πια βαλμένα, στην ουσία εξηγούσαν το «Τραύμα» και την εσωτερική ανάγκη διατήρησης της Μνήμης, όπως την βίωνε τότε ένα παιδί τρίτης προσφυγικής γενιάς.
Η Γη του Πόντου, δώρο του Συλλόγου Ποντίων Ευόσμου «Παναγία Κρεμαστή» για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό παιδικού διηγήματος για τον Πόντο, ήρθε την κατάλληλη στιγμή, λοιπόν, όχι μόνο για να καλύψει αυτό το μεγάλο κενό, μα και για να καθορίσει, καταπώς φαίνεται, τη ζωή μου.
Ο απλός, άμεσος, ζωντανός, μεστός, πέρα για πέρα κατανοητός, γεμάτος εικόνες βιωματικός λόγος του Δημ. Ψαθά κατέστησε οικείους τους ανθρώπους και την πόλη της Τραπεζούντας, μέσα από την αφήγηση των παιδικών του χρόνων (α΄ μέρος).
Με το β΄ μέρος, όπου ο Ψαθάς αξιοποίησε τη λίγη αλλά σημαντική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1960, (μου) μετέδωσε το «μικρόβιο» της ιστορικής αναζήτησης.
Ασφαλώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ειδικά στη δεκαετία του 1990 η ιστοριογραφία για τους Έλληνες του Πόντου γνώρισε (ιδιαίτερη και αξιόλογη) άνθηση. Παρά ταύτα η Γη του Πόντου παραμένει ακόμη και στις ημέρες μας ένα κείμενο-σταθμός, πολύτιμο για κάθε αναγνώστη, προσφυγικής και μη καταγωγής, γνώστη ή μη της ιστορίας του συγκεκριμένου τμήματος του ελληνισμού στις ακτές του Ευξείνου Πόντου.
Ιδανικός είναι τέλος, ο επίλογος του Δημ. Ψαθά. Η θαυμαστή ιστορία του μεγάλου αμπελιού με τις πολλές ποικιλίες σταφυλιού που κάτω από τον ίδιο ουρανό «σιγά σιγά άρχισαν ν’ αλλοιώνονται, να μοιάζουν, ώσπου στο τέλος έγιναν όλα… ροδίτες!», συμπυκνώνει την εξέλιξη και τη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας μας. Με την αναγνωρίσιμη γραφίδα του –που είχε πάντα έναν καλό, ζεστό, αισιόδοξο, φωτεινό και (φιλ)ανθρώπινο λόγο, ακόμη και όταν διακωμωδούσε ή στηλίτευε τις κακίες και αδυναμίες των ανθρώπων– ο Δημ. Ψαθάς καταθέτει ως κατακλείδα στο κείμενό του τη λαχτάρα και το όραμα των προσφύγων πρώτης γενιάς να αναστήσουν την κοινή ζωή και τον κοινό πολιτισμό μας.
Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης,
επίκ. καθηγητής Έδρας Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ