Προς ένα όλο και πιο θερμό κλίμα βαδίζει με γοργά βήματα η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, στην οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, με τις μέρες που θα σημειώνονται υψηλές θερμοκρασίες να αυξάνονται κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλιματολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο της Ελληνικής Μετεωρολογικής Εταιρείας Παναγιώτη Νάστο, τα μέχρι τώρα στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από τις προσομοιώσεις των κλιματικών μοντέλων, δείχνουν ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η θερμοκρασία στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και κατ΄ επέκταση και στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί από 0,5 έως 1 βαθμό σε σχέση με τα κανονικά για την εποχή επίπεδα.
Την ίδια στιγμή, το 2022 εκτιμάται ότι μπορεί να καταταγεί ως και το τρίτο θερμότερο έτος από τότε που ξεκίνησαν να υπάρχουν ιστορικά δεδομένα για τη θερμοκρασία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2022, εκτιμάται ότι κατατάσσουν τον Δεκέμβριο ως έναν από τους πιο ζεστούς των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστα Λαγουβάρδο.
«Το μεγαλύτερο μέρος του Δεκεμβρίου είχαμε θερμοκρασίες που είναι πάνω από τις κανονικές τιμές για την εποχή, με εξαίρεση το διάστημα 20 έως 22 Δεκεμβρίου που ήταν κρύο, όλες τις υπόλοιπες μέρες του μήνα είχαμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Υπήρχαν μέρες μάλιστα που στη Βόρεια Ελλάδα είχαμε και 10 και 12 βαθμούς πάνω από τις κανονικές τιμές. Επομένως, ο Δεκέμβρης εξελίσσεται σε έναν πολύ ζεστό μήνα, από τους πιο ζεστούς των τελευταίων δεκαετιών», υπογραμμίζει ο Κώστας Λαγουβάρδος.
Παράλληλα, προσθέτει ότι οι υψηλές, για τα κανονικά επίπεδα, θερμοκρασίες συνεχίζονται και το τριήμερο της Πρωτοχρονιάς μέχρι και τα Φώτα σε ολόκληρη την Ευρώπη, με εξαίρεση την Σκανδιναβία.
«Ολισθαίνουμε σε υψηλότερες θερμοκρασίες», τονίζει και εκτιμά ότι το 2022 θα ολοκληρωθεί με τη μέση θερμοκρασία να βρίσκεται στο 1,1 °C πάνω από το μέσο όρο της προβιομηχανικής περιόδου.
Ιστορικά υψηλές θερμοκρασίες καταγράφηκαν το 2022
«Το 2022 σύμφωνα με τις μέχρι τώρα μελέτες θεωρείται το έτος με πολλά ακραία. Σας θυμίζω τον καύσωνα στο Ηνωμένο Βασίλειο που είχε σπάσει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ και ήταν πρωτόγνωρο. Επίσης, στην Ανταρκτική οι θερμοκρασίες αυξήθηκαν πάνω από 21%. Όλα αυτά δείχνουν ότι προχωράμε προς ένα θερμότερο κλίμα.
»Έχει γίνει μία τέτοια ανωμαλία στην ατμοσφαιρική κυκλοφορία οπότε το κλιματικό σύστημα προσπαθεί τώρα να ισορροπήσει σε μία νέα στάθμη. Στην προσπάθεια αυτή θα πηγαίνουμε ολοένα και σε περισσότερες μεγαλύτερες μέσες τιμές της θερμοκρασίας και επίσης, αυτά που θεωρούσαμε ακραία σήμερα ουσιαστικά για το μέλλον θα είναι πολύ πλέον πιο φυσιολογικά», υποστηρίζει ο Παναγιώτης Νάστος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ραγδαίες κλιματικές μεταβολές που παρατηρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον πλανήτη κι αποτελούν τα σημάδια της κλιματικής κρίσης, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό ότι η κλιματική μεταβολή πια είναι ορατή στην ανθρώπινη χρονική κλίμακα.
«Αυτές οι αυξήσεις παλαιότερα γίνονταν σε βάθος χιλιάδων ετών, πλέον γίνονται στην ανθρώπινη χρονική κλίμακα. Ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας είναι αυτός που μας ενοχλεί και όχι η απόλυτη τιμή που εμφανίζεται», σημειώνει ενώ προσθέτει ότι είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη και με βάση τις προσομοιώσεις των κλιματικών μοντέλων οι μεσογειακές χώρες σε σχέση με τις αντίστοιχες βόρειες ευρωπαϊκές έως το τέλος του 21ου αιώνα θα έχουν μία αύξηση στα κύματα καύσωνα της τάξης του 70%. «Άρα περισσότερα κύματα καύσωνα στην Νότια Ευρώπη και κυρίως στη Μεσόγειο. Έχουμε φτάσει να είμαστε στις 7 ημέρες αύξηση ανά δεκαετία», πρόσθεσε.
«Αυτό που χρειάζεται σε πρώτη φάση είναι να υπάρξει καλύτερη διαχείριση της ενέργειας. «Μειώνοντας τις απαιτήσεις μας σε ενέργεια ουσιαστικά συνεισφέρουμε στο να προσπαθήσουμε να σταθεροποιηθεί το κλιματικό σύστημα. Αν συνεχίσουμε τις ενεργειακές μας απαιτήσεις, χρησιμοποιώντας εναλλακτικές πηγές ενέργειας χωρίς όμως να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας θα προκαλούμε άλλες επιπτώσεις. Δεν θα αλλάξει κάτι. Το πιο σημαντικό είναι να μετριάσουμε και να περιορίσουμε όσο μπορούμε τις ενεργειακές μας ανάγκες», καταλήγει.