Ένας από τους πιο φημισμένους οπλαρχηγούς του Πόντου, που έδρασε κυρίως στην περιοχή της γενέτειράς του της Σάντας, ήταν ο Ευκλείδης Κουρτίδης, ο οποίος έδρασε σε μια εποχή που ο αγώνας στα βουνά ανέδειξε μια καινούργια γενιά παλικαριών που έγιναν θρύλος.
Ο Ευκλείδης Κουρτίδης βγήκε στο αντάρτικο μετά την αποχώρηση των Ρώσων, και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1918, μαζί με τον αδελφό του Κώστα, τους ανιψιούς του Θεόδωρο και Φίλιππο, τον Βασίλη Σωτηρόπουλο, τον Φίλιππο Εφραιμίδη και άλλους ακόμα. Η δράση τους έφερε σύντομα σε δύσκολη θέση την τουρκική διοίκηση· χαρακτηριστικό είναι ότι σε διάστημα λίγων μηνών άλλαξαν δύο φορές οι αστυνομικοί διοικητές της Σάντας.
Ωστόσο, όσο σκληροτράχηλοι και αν ήταν οι Πόντιοι αντάρτες, υπήρχαν στιγμές που λύγιζαν.
Ο Αγαθάγγελος Φωστηρόπουλος σε αναμνήσεις που έγραψε στην εφημερίδα Μακεδονία¹ ανέφερε ένα περιστατικό για τον Ευκλείδη πάνω στα βουνά:
«Την Πρωτοχρονιά του 1919, ενώ οι μαθηταί της Αστικής Σχολής Ίμερας επέστρεφαν από εκδρομήν εις την γειτονικήν Κρώμνην, αντίκρυσαν παρά την Βυζαντινήν Μονήν του Αγίου Ιωάννου το σώμα του Ευκλείδη. Ο νεαρός σχολάρχης έδωσεν αμέσως το σύνθημα και αντήχησε το τραγούδι “Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω”. Οι ένοπλοι Σανταίοι παρηκολούθουν τους μαθητάς κατασυγκινημένοι και μερικοί εδάκρυσαν».