Πλούσια σε ήθη και έθιμα ήταν η Πρωτοχρονιά στον Πόντο – η αρχή του νέου έτους ονομαζόταν «Κάλαντα» στην αλησμόνητη πατρίδα. Στην Ελλάδα οι παραδόσεις αυτές ήρθαν με τους πρόσφυγες, όμως στο πέρασμα των χρόνων αρκετές έπαψαν να τηρούνται. Ωστόσο, άνθρωποι του πνεύματος του ποντιακού ελληνισμού και λαογράφοι φρόντισαν να τις καταγράψουν και να τις διασώσουν από τη λήθη.
Ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης (συνταξιούχος γεωπόνος, ο οποίος ασχολείται με τα θέματα της ποντιακής λαογραφίας και του ποντιακού ελληνισμού), πρόσφυγας δεύτερης γενιάς, παρουσιάζει στο pontosnews.gr έθιμα που τηρούνταν για αιώνες στην ιστορική πατρίδα, τόσο στις μεγάλες παραθαλάσσιες πόλεις όσο και στην ενδοχώρα.
Ειδικότερα, χρησιμοποιώντας κείμενο του Φίλωνα Κτενίδη από την Ποντιακή Εστία του 1952, ο Χρ. Χριστοφορίδης παρουσιάζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και την πρώτη ημέρα του χρόνου στην Τραπεζούντα.
Όπως λέει, όταν σκοτείνιαζε τα πρώτα παιδάκια πήγαιναν δυο-δυο στα σπίτια για να πουν τα κάλαντα. Το ένα κρατούσε την «καληνεσπέραν» –ένα λιγοσέλιδο τετράδιο με τα τροπάρια και τραγούδια–, και το δεύτερο ένα αναμμένο φαναράκι.
Το καλαντοκούρ’ και το καλαντίασμαν
Στο εορταστικό τραπέζι, το καλαντιάτικο, στολιζόταν και το καλαντοκούρ’: Σε κλαδιά ελιάς, στα φύλλα, στερέωναν μισανοιγμένα φουντούκια, τα οποία τύλιγαν στη συνέχεια με ασημένια και χρυσά χαρτάκια. Το βάζο έμπαινε στη μέση του τραπεζιού.
Ο αρχηγός της οικογένειας, κάνοντας το σταυρό του, χάραζε με μαχαίρι το σημείο του σταυρού στην πίτα λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Πρώτο κομμάτι ήταν της εικόνας, το δεύτερο του σπιτιού, το τρίτο της δουλειάς και στη συνέχεια των μελών της οικογένειας και όσων απουσίαζαν. Όλοι –και ιδίως τα παιδιά– έψαχναν να βρουν το νόμισμα· όταν «έπεφτε» στο κομμάτι της δουλειάς θεωρούταν καλό σημάδι.
Στη συνέχεια ο νοικοκύρης έπαιρνε από το τραπέζι φουντούκια και καρύδια και τα ανακάτευε με ασημένια νομίσματα. Τα πετούσε τρεις φορές, λέγοντας «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου». Την τρίτη φορά τα παιδιά άρχιζαν να μαζεύουν από το πάτωμα τα νομίσματα.
Αμέσως μετά, οι οικοδεσπότες κρατώντας θυμιατό με θυμίαμα και λιβάνι θυμίαζαν όλο το σπίτι ψάλλοντας διάφορα τροπάρια.
Σειρά είχε το καλαντίασμαν, η πιο όμορφη στιγμή για τα παιδιά, αφού έπαιρναν τα δώρα τους. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένα λαχείο. Χαρακτηριστικό δώρο, το οποίο το περίμεναν με χαρά, ήταν ο πιάγκον. Επρόκειτο για ένα χωνάκι από χρωματιστό γυαλιστερό χαρτί που περιείχε κουφέτα και κάποιο μικροαντικείμενο. Ανάμεσα στα κουφέτα έβαζαν και ένα χαρτάκι με κάποιον στίχο.
Τα παιδιά έπαιρναν στη συνέχεια φύλλα ελιάς από το καλαντοκούρ’ και αφού τα σάλιωναν τα έριχναν στη χόβολη, στο μαγκάλι ή στο τζάκι, κάνοντας μια ευχή για το νέο έτος.
Αν το φυλλαράκι φούσκωνε, στριφογύριζε, έσκαζε και καιγόταν θεωρούνταν καλό σημάδι, ότι η ευχή θα γινόταν πραγματικότητα.
Το σημείο του σταυρού προς τη θάλασσα
Αναφορικά με έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην Τραπεζούντα ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης επικαλείται δημοσιευμένη στην Ποντιακή Εστία μαρτυρία του Μιχάλη Μεταλλείδη. Σύμφωνα με αυτήν, με το χάραμα μαζευόταν η οικογένεια στο παράθυρο του σπιτιού που έβλεπε προς τη θάλασσα, και κάνοντας το σημείο του σταυρού ζητούσαν από τη Θεία Πρόνοια να τους χαρίσει τύχη και υγεία.
Η νοικοκυρά με μια βίτσα χτυπούσε χαϊδευτικά τις πλάτες των παιδιών, «προκειμένου να αλλάξουν τα κακά χούγια τους, να αφήσουν τις τρέλες τους και άλλα παρόμοια».
Το πρωινό νίψιμο της Πρωτοχρονιάς έπρεπε κατά κανόνα να γίνει με το καλαντόνερον, το οποίο, γύρω στα μεσάνυχτα το έπαιρναν από τη βρύση, την οποία εκαλαντίαζαν, δηλαδή έριχναν ξηρούς καρπούς, κυρίως.
Στις εκκλησίες την Πρωτοχρονιά μοιράζονταν από τους ιερείς πορτοκάλια, ενώ η πρώτη μέρα του χρόνου αποτελούσε ημέρα επισκέψεων. Όλοι κυκλοφορούσαν με φουσκωμένες τσέπες από τα δώρα που κουβαλούσαν στους δικούς τους, και ιδίως στα παιδιά.
Πρωτοχρονιά στη Σάντα
Ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης παρουσιάζει έθιμα της παραμονής Πρωτοχρονιάς και της πρώτης ημέρας του έτους και στην ορεινή Σάντα, με βάση δημοσιευμένη μαρτυρία του Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη) στην Ποντιακή Εστία.
Το βράδυ της παραμονής η νοικοκυρά ερμάτωνεν, δηλαδή έστρωνε το τραπέζι και το στόλιζε με εφτά διαφορετικά φαγητά. Αν δεν ετοίμαζε τόσα, τα συμπλήρωνε με φρούτα νωπά ή ξερά, ακόμα και με φέτες από γλυκοκολόκυθα. Εκείνο το βράδυ δεν το μάζευαν το τραπέζι, για να είναι διαρκής ο πλούτος των αγαθών και η ευτυχία. Για τον ίδιο λόγο σκόρπιζαν στο σπίτι καρύδια ή λεφτοκάρυα, τα οποία τα παιδιά μάζευαν την άλλη μέρα.
Τα παιδιά γύριζαν το βράδυ στα σπίτια ψάλλοντας το «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία», ενώ από τα σπίτια περνούσαν και οι Μωμόγεροι.
Κάθε ένας από τους Μωμόγερους φορούσε ρούχα ανάλογα με το ρόλο του, είχαν προσωπίδες και η παράσταση ήταν κωμική.
Πριν χαράξει, πήγαιναν οι κοπέλες να καλαντιάζ’νε το πεγάδ’, τη βρύση δηλαδή και τις «νεράιδες που το κατοικούν», και ήταν αμίλητες και στο πήγαινε και στο έλα. Για να πάρουν το νερό, το καλαντόνερον, χάριζαν στη βρύση φρούτα και έλεγαν την ευχή «Κάλαντα καλός καιρός, πάντα και του χρόνου. Αμόν ντο τρεχ’ το νερόν, να τρεχ’ κι η ευλοΐα». Φεύγοντας έπαιρναν τα φρούτα που είχε αφήσει η προηγούμενη κοπέλα.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά σκόρπιζε στο στάβλο διάφορους σπόρους και εκαλαντίαζεν τις αγελάδες, κόβοντας λίγο τις τρίχες της ουράς τους. Όπως έκανε με τα παιδιά της, χτυπούσε ελαφριά με μια βέργα την καθεμία, για να τη… συνετίσει.
Τα δε κορίτσια εκαλαντίαζαν τα μαλλιά τους. Έκοβαν λιγάκι τις ουρές για να μεγαλώσουν και κρατούσαν ένα σκουλίν, δηλαδή μία μπούκλα κάτω από τη βρύση, λέγοντας «Αμόν ντο παιρ’ ατά και τρεχ’ το νερόν, να τρανύν’ νε τα μαλλία μ’ και να τρεχ’ η τύχη μ’».
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς δοκίμαζαν το ποδαρικό του πρώτου που θα έμπαινε στο σπίτι. Για σιγουριά, για να πάει καλά ο χρόνος, φρόντιζαν πρώτο να μπει ένα μικρό παιδί, που ήταν αναμάρτητο.
Την ημέρα αυτή τα παιδιά γύριζαν τα συγγενικά σπίτια με ένα μήλο ή πορτοκάλι στα χέρια, για να καλαντιάζ’νε. Στο πορτοκάλι κάρφωναν μεταλλικά καπίκια, μονόγροσα ή δίγροσα.
Χαρακτηριστικό έθιμο των κοριτσιών της Σάντας ήταν «Τ’ αλυκόν η πίτα». Ομάδες έψηναν πίτες με πολύ αλάτι, έτρωγαν το βράδυ κι έπεφταν να κοιμηθούν, χωρίς να πιούν νερό. Όποιον νέο άντρα έβλεπαν στο όνειρό τους να τους προσφέρει νερό, θα ήταν αυτός που θα τον έπαιρναν για σύζυγο.
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην Αργυρούπολη
Σύμφωνα με δημοσίευμα στην Ποντιακή Εστία του Γεωργίου Κανδηλάπτη, το οποίο μεταφέρει μέσω του pontosnews.gr ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης, στην Αργυρούπολη ο παπάς του κάθε χωριού, συνοδευόμενος από τον καντηλανάφτη, περνούσε απ’ όλα τα σπίτια και έκανε αγιασμό.
Αλλά και τα παιδιά, ηλικίας 8-12 ετών, με φαναράκια και λαμπάδες στα χέρια περνούσαν απ’ όλα τα σπίτια ψάλλοντας το «Αρχή καλάντια κι αρχή του χρόνου».
Οι Μωμόγεροι από σπίτι σε σπίτι έδιναν της παραστάσεις τους με διαλόγους από κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα και του εξισλαμισθέντος Κιόρογλου.
Η νοικοκυρά έχει στρωμένο το τραπέζι και ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε την καλαντόπιτα.
Οι έφηβοι, ανά δύο ή τρεις, αγόρια ή κορίτσια, το βράδυ της παραμονής πήγαιναν σε γειτονικά ή συγγενικά σπίτια και ανέβαιναν στο δώμα που συνήθως ήταν οι οριζόντιες και χωμάτινες στέγες. Προηγουμένως κλείδωναν την εξώπορτα, για να μην μπορεί να βγει κανείς έξω.
Από εκεί στο σημείο όπου στο σπίτι υπήρχε το καθιστικό δωμάτιο, το λεγόμενο δρανίν ή ρδανίν ή κουκούλ’ ή φεγγίτες, κατέβαζαν ένα δισάκι με κρεμασμένο ένα κουδουνάκι. Η κίνηση αυτή προκαλούσε χαρά και ευθυμία και οι νέοι της οικογένειας σηκώνονταν να βγουν έξω και να δουν ποιοι κρύβονταν στο δώμα. Έβρισκαν, όμως, την πόρτα κλειδωμένη. Τότε, για να πειράξουν τους «επισκέπτες», γέμιζαν το τσαντάκι με άχυρα, ξύλα, κοπριές βοοειδών, και άλλα άχρηστα αντικείμενα.
Μόλις τα έβλεπαν αυτά, όσοι βρίσκονταν στο δώμα άδειαζαν το περιεχόμενο της τσάντας και την ξανακατέβαζαν με το κουδουνάκι. Αυτό επαναλαμβάνονταν δυο-τρεις φορές, μέχρι οι «επισκέπτες» να αγανακτήσουν και να βάλουν στην τσάντα ένα δικό τους αντικείμενο από το οποίο θα τους αναγνώριζαν οι ένοικοι του σπιτιού.
Τότε η νοικοκυρά γέμιζε την τσάντα με διάφορα καλούδια. Όσο την τραβούσαν πίσω εκείνη ευχόταν: «Να ζήτεν και του χρον’, να λελεύω σας που τιμάται τα παλαιά τα συνήθεια».
Ρωμανός Κοντογιαννίδης