Το ρολόι δείχνει μόλις 10 το πρωί, όμως το τραπέζι για το παραδοσιακό αγγλικό απογευματινό τσάι (afternoon tea) είναι ήδη στρωμένο. Οι φίνες πορσελάνες έχουν πάρει τη θέση τους, όπως και το μεταλλικό σταντ με τις λαχταριστές βρετανικές λιχουδιές· λίγο πιο δίπλα, μια ζωηρόχρωμη ανθοδέσμη είναι αρκετή για να μας φέρει μυρωδιές από τη βρετανική εξοχή, τα μαγευτικά τοπία της Κορνουάλης και του Ντέβονσαϊρ.
Και όμως, οι παραπάνω εικόνες που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι σκηνές της τηλεοπτικής σειράς «Ο πύργος του Ντάουτον», είναι το σκηνικό των διαλέξεων που πραγματοποιούνται εδώ και έναν περίπου χρόνο στον «δικό» μας Πύργο Βασιλίσσης Αμαλίας στο Ίλιον, από τον Βασίλη Κουτσαβλή.
Μια σειρά θεματικών παρουσιάσεων που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία ξεκίνησαν πέρσι, συνεχίζονται και φέτος, και όπως όλα δείχνουν λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος θα συνεχιστούν και του χρόνου, πάντα με τον ίδιο να μοιράζεται τις γνώσεις του γύρω από την art de la table, το επίσημο δείπνο και φυσικά το αγγλικό τσάι.
Στη διάλεξη για το αγγλικό τσάι που παρακολουθήσαμε εμείς –και αποτελεί μια από τις δημοφιλείς που φιλοξενούνται εκεί–, ο οικοδεσπότης και εμπνευστής του εγχειρήματος Βασίλης Κουτσαβλής παρουσιάζει τη συναρπαστική ιστορία του τσαγιού, και μιλά για την εθιμοτυπία και την τελετουργία παρασκευής του.
Όπως μας λέει, η ιδέα –όπως και όλα τα αντικείμενα που βρίσκονται επάνω στο τραπέζι της παρουσίασης– ανήκουν στον ίδιο. Φανατικός αγγλόφιλος και έχοντας παρακολουθήσει διάφορα σεμινάρια στο εξωτερικό, ο Βασίλης Κουτσαβλής, γνωστός και από την ιδιότητά του ως πρόεδρος του Σωματείου «Φίλων του Κτήματος Τατοΐου», αποφάσισε να επεκτείνει τις δράσεις στον Πύργο και εκτός από τις συνηθισμένες ξεναγήσεις στους χώρους να εντάξει στο μηνιαίο πρόγραμμα και τις εν λόγω θεματικές παρουσιάσεις.
«Είναι μια ευκαιρία να αρχίσουμε και πάλι να καλούμε κόσμο στο σπίτι μας για τσάι» λέει, τονίζοντας πως ο στόχος των διαλέξεων αυτών είναι να παροτρύνει όσο το δυνατό περισσότερους να βάλουν στο εβδομαδιαίο πρόγραμμά τους τέτοια καλέσματα.
Η βρετανική συνήθεια του afternoon tea έχει το δικό της ωράριο. Πραγματοποιείται από τις 14:00 έως τις 17:00 και καθιερώθηκε από τη δούκισσα του Μπέντφορντ (Bedford), την Άννα Μαρία Ρούσελ.
«Βρισκόμαστε στο 1840. Η δούκισσα συνήθιζε να τρώει νωρίς το μεσημέρι, κοντά στη 1:00, και το βραδινό της κατά τις 8 το βράδυ» εξηγεί στους παρευρισκόμενους ο Βασίλης Κουτσαβλής. Και προσθέτει: «Υπήρχε επομένως ένα μεγάλο διάστημα μεταξύ των δύο γευμάτων. Γι’ αυτό και η Ρούσελ ζητούσε να της φέρουν το τσάι της κατά τις 15:00, όχι όμως σκέτο αλλά συνοδευόμενο από διάφορα αλμυρά και γλυκά για να ξεγελάει την πείνα της μέχρι το δείπνο. Σιγά-σιγά αυτό άρχισε να γίνεται συστηματικά. Η παράδοση του afternoon tea μόλις είχε γεννηθεί».
Εκτός από το απογευματινό τσάι υπάρχουν τρεις ακόμη κατηγορίες τσαγιού στην Βρετανία. Πρόκειται για το royal tea, το οποίο απαιτεί και ένα ποτήρι σαμπάνιας στο τραπέζι, το low tea –όπου το low (χαμηλό, στα αγγλικά) αντιστοιχεί στα χαμηλά τραπέζια σαλονιού και επομένως αναφέρεται στο τσάι που έπινε η αριστοκρατία–, και το high tea, όπου το high (ψηλό, στα αγγλικά) αναφέρεται στα ψηλά τραπέζια της κουζίνας, και επομένως καταναλωνόταν από τις κατώτερες τάξεις.
Στο τραπέζι που έχει στηθεί στην κεντρική αίθουσα του Πύργου με την περίτεχνη διακόσμηση και τις εντυπωσιακές ταπισερί δεσπόζουν τα πορσελάνινα φλιτζάνια, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα μπουκέτα με τα λουλούδια εποχής. Σε ένα ειδικό σταντ βλέπει κανείς τα γλυκά και τα scones, τα βρετανικά αλμυρά ψωμάκια που συνοδεύουν το τσάι, αλλά και μικρά σάντουιτς, όπως τα finger sandwiches, τα οποία το εθιμοτυπικό υπαγορεύει να τα κόβουμε με τα χέρια και ποτέ να μην τα βάζουμε στο πιατάκι μας. Πιο δίπλα βρίσκονται οι ασημένιες και πορσελάνινες τσαγιέρες στις οποίες παρασκευάζεται με φροντίδα το τσάι.
Όλα έχουν επιμεληθεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και εξηγούνται αναλυτικά από τον ομιλητή, ο οποίος δίνει στους παρευρισκόμενους και χρήσιμες συμβουλές για το πώς να φτιάξουν το δικό τους τραπέζι. Οι πληροφορίες πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες: από το τι είδους τραπεζομάντιλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, τα σκεύη που είναι απαραίτητα για ένα σωστό κυρίως εντυπωσιακό απογευματινό τσάι, μέχρι και κάποιους βασικούς κανόνες savoir vivre που συνοδεύουν ένα τέτοιο κάλεσμα.
«Συνηθίζουν να λένε πως η συζήτηση σε ένα τσάι πρέπει να είναι τόσο ανάλαφρη όσο ανάλαφρες είναι και οι μαρέγκες που σερβίρονται στο τραπέζι. Αυτό σημαίνει ότι συζητήσεις πολιτικές ή οποιαδήποτε άλλη κουβέντα που θα μπορούσε να προκαλέσει ένταση, καλό είναι να αποφεύγονται» λέει ο Βασίλης Κουτσαβλής. Και προτείνει: «Ευχάριστη θεματολογία, χαμηλόφωνες συζητήσεις. Δεν θέλουμε θορύβους, ακόμη και τα κουταλάκια του τσαγιού τα ακουμπάμε με ήπιο και γλυκό τρόπο».
Κατά τη διάρκεια της διάλεξης οι παρευρισκόμενοι μαθαίνουν περισσότερα και για τα διάφορα είδη τσαγιών (μαύρο, πράσινο, λευκό, κόκκινο) και για τα αφεψήματα, για το αν πρέπει να χρησιμοποιούν γάλα στο τσάι, ποιο πρέπει να μπαίνει πρώτο στο φλιτζάνι το τσάι ή το γάλα, αλλά και για τη χρήση της clotted cream (είδος κρέμας) στα παραδοσιακά αγγλικά scones. Μάλιστα, ο ίδιος αποκαλύπτει και μια από τις συνήθειες που είχε η βασίλισσα Ελισάβετ η οποία έτρωγε τα scones όπως τα τρώνε στην Κορνουάλη, δηλαδή βάζοντας επάνω σε αυτά πρώτα την clotted cream και μετά τη μαρμελάδα.
Σε μια γωνιά σε ένα τραπεζάκι του Πύργου υπάρχουν διάφορες ποικιλίες τσαγιού που ο ίδιος ο Βασίλης Κουτσαβλής έχει αγοράσει από το ξακουστό Fortnum and Mason στο Λονδίνο και φέρνει πάντα μαζί του στις διαλέξεις. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πληρέστερα καταστήματα της Μεγάλης Βρετανίας που ειδικεύεται στο αγαπημένο ρόφημα. Εξαιρετικές ποικιλίες τσαγιών με μεθυστικά αρώματα, τα περισσότερα από τα οποία φυλάσσονται σε πολύχρωμες και αριστοκρατικές συσκευασίες, και με μια συμβουλή να τα ακολουθεί. Πάντα στο σπίτι μας το χύμα τσάι να αποθηκεύεται μακριά από τα υπόλοιπα μπαχαρικά της κουζίνας, σε δικό του ντουλάπι, για να μην παίρνει μυρωδιές.
Το δικό του αγαπημένο είναι το Earl Grey για το απόγευμα και το English Breakfast για το πρωί. «Είναι ένα βαρύ τσάι, το πρωινό, στο οποίο προσθέτεις και γάλα. Γιατί μόνο στο μαύρο τσάι μπορείς να βάλεις γάλα» τονίζει, εκφράζοντας ανοιχτά και την προτίμηση του στο χύμα τσάι.
«Δεν μου αρέσουν καθόλου τα φακελάκια και δεν ξέρω τι βρίσκει ο κόσμος σε αυτά. Αν τα ανοίξει κανείς θα βρεις τρίμματα μέσα», δηλώνει.
Πώς παρασκευάζεται το τσάι
Η διαδικασία είναι απλή: Αφού βράσουμε το νερό και φτάσει τους 100 βαθμούς, τότε το ρίχνουμε στο τσαγιερό. Ανακατεύουμε καλά το νερό και το χύνουμε στο νεροχύτη.
Έχοντας ζεστό ακόμη το τσαγιερό βάζουμε μέσα τις μερίδες του τσαγιού που χρειαζόμαστε ανάλογα με τους επισκέπτες μας, και μία επιπλέον μερίδα: ο λόγος είναι απλός και χαριτωμένος. Είναι η μερίδα του ίδιου του τσαγιερού, για να είναι και αυτό, όπως και οι καλεσμένοι, ικανοποιημένοι.
Το τσάι στην Ευρώπη
Οι χώρες με πλούσια παράδοση στο τσάι είναι η Κίνα, η Ινδία αλλά και η Ιαπωνία. Όπως μαθαίνουμε, το τσάι ήρθε στην Ευρώπη προς τα τέλη του 16ου αιώνα. Οι πρώτοι που το έφεραν στη Γηραιά Ήπειρο ήταν οι Πορτογάλοι από την αποικία τους στο Μακάο· όπως ήταν φυσικό, στην αρχή ήταν μονάχα συνήθεια της αριστοκρατίας.
Η μεταφορά του γινόταν κατά κύριο λόγο διά θαλάσσης, γι’ αυτό και το κόστος του ήταν απαγορευτικό για τον απλό λαό. «Το τσάι που ερχόταν από ξηράς ήταν σαφώς καλύτερο από αυτό που ερχόταν από τη θάλασσα» λέει κατά τη διάρκεια της διάλεξης/παρουσίασης ο Βασίλης Κουτσαβλής, εξηγώντας ότι οι καιρικές συνθήκες δεν το αλλοίωναν και επομένως ήταν καλύτερης ποιότητας.
Ο γάμος της Πορτογαλίδας Αικατερίνης της Mπραγκάνσα με τον Κάρολο Β’ της Αγγλίας ήταν ο λόγος που το τσάι μετακόμισε και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η συνήθεια άρχισε να καθιερώνεται, και τη βικτωριανή εποχή βρέθηκε στο απόγειο της δόξας της χάρη στην 7η δούκισσα του Μπέντφορντ.
Η ιστορία του τσαγιού και η τυχαία ανακάλυψή του
Σύμφωνα με τους Κινέζους, το τσάι πρώτος το ανακάλυψε το 2437 π.Χ. ο αυτοκράτορας Σενόνγκ ενώ περιόδευε στις επαρχίες της Κίνας. Λάτρης της βοτανολογίας, συνήθιζε να βράζει πάντα το νερό του πριν το πιει για να αποφεύγει δηλητηριάσεις. Έτσι σε μία από τις στάσεις του στην αχανή αυτοκρατορία, και ενώ είχε κατασκηνώσει με τη συνοδεία του, οι υπηρέτες μάζεψαν κλαδιά για να του ανάψουν φωτιά.
Ανάμεσα σε αυτά τα κλαδιά που μετέφεραν υπήρχαν και τα κλαδιά της καμέλιας της σινικής, το είδος του φυτού που παράγει το τσάι. «Ξαφνικά φυσάει ένας άνεμος και κάποια από τα φύλλα έπεσαν μέσα στο νερό. Αμέσως ένα άρωμα αναδύθηκε που εντυπωσίασε πάρα πολύ τον αυτοκράτορα, ο οποίος ζήτησε να μαζέψουν και άλλα φύλλα. Μάλιστα, έπεισε τους υπηρέτες του να κρατήσουν να μην πουν πουθενά για το φυτό που μόλις είχαν ανακαλύψει» εξιστορεί ο Βασίλης Κουτσαβλής.
Κατά τη διάρκεια της διάλεξης, ο ίδιος μοιράζεται άγνωστες ιστορίες για την προέλευση γνωστών φαγητών. Έτσι μαθαίνουμε κάποια περισσότερα πράγματα για τον Τζον Μόνταγκιου (John Montagu), τον 4ο κόμη του Σάντουιτς, ο οποίος ανακάλυψε το αγαπημένο σνακ.
«Πρόκειται για τον κόμη που χρηματοδοτούσε τις αποστολές του Κάπτεν Κουκ. Λάτρης της τράπουλας και δεινός χαρτοπαίκτης, δυσκολευόταν να σηκωθεί από το τραπέζι όταν έπαιζε για ώρες. Για να γλιτώσει χρόνο, επομένως, και να μην χάνει λεπτό από το αγαπημένο του χόμπι, ζήτησε από τους υπηρέτες του να του ετοιμάσουν ψωμί μαζί με κάποια υλικά μέσα ώστε να τρώει την ώρα που παίζει. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το σάντουιτς» λέει.
Στα ελληνικά αστικά σαλόνια του ’50
Αν και στη χώρα μας είναι γνωστή η αγάπη μας για τον καφέ, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 το τσάι ήταν προσφιλής συνήθεια στα αστικά σαλόνια της εποχής.
«Μαζεύονταν οι κυρίες και έπιναν το ρόφημά τους κάνοντας χαλαρές συζητήσεις, φλερτάροντας και ακούγοντας μουσική» αναφέρει ο Βασίλης Κουτσαβλής, τονίζοντας πως οι καθιερωμένες αυτές συναντήσεις ήταν ένας τρόπος κοινωνικοποίησης.
Μάλιστα, στον ίδιο χώρο που πραγματοποιείται η διάλεξη η βασίλισσα Αμαλία συνήθιζε να δέχεται τις φίλες της για τον ίδιο λόγο. «Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 οι συναντήσεις για τσάι σταμάτησαν. Οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας μας απομάκρυναν από αυτή την τόσο χαλαρωτική συνήθεια. Ελπίζω πως με αυτές τις διαλέξεις ο κόσμος θα αρχίσει πάλι να προσκαλεί τους φίλους του για τσάι. Είναι κάτι εύκολο, οικονομικό και ιδιαιτέρως απλό. Εξάλλου όλοι δεν έχουμε πράγματα και οικογενειακά κειμήλια κρυμμένα στα ντουλάπια; Ευκαιρία να τα βγάλουμε έξω και να τα στήσουμε για ένα ωραίο τραπέζι. Είναι ένα ωραίο έθιμο, που δεν απαιτεί αλλά φαντασία και μεράκι», αναφέρει.