Παραμονή Χριστουγέννων 1922. Με το πλοίο «Γρανικός»1 φτάνουν στη Ζάκυνθο, μέσω Κωνσταντινούπολης, Έλληνες πρόσφυγες από το Πιρίκ της περιοχής Αγιαντών’ του Πόντου, μαζί με άλλους Μικρασιάτες. Εκεί παρέμειναν περίπου εννέα μήνες, και στη συνέχεια οι περισσότεροι μετεγκαταστάθηκαν στο Μονοπήγαδο (Τσιλί) της Χαλκιδικής.
Γράφει γι’ αυτό η Χριστίνα Α. Αραμπατζή στο Προσφυγικές εγκαταστάσεις και προσφυγικοί οικισμοί στη Χαλκιδική κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (εκδ. Κυριακίδη, 2016):
«Πρόσφυγες προερχόμενοι από την περιοχή Ορντού ήταν και αυτοί που κατοίκησαν στο Μονοπήγαδο (Τσιλί). Επρόκειτο για 28 οικογένειες, οι περισσότερες από τις οποίες κατάγονταν από χωριά που βρίσκονταν στα νότια και νοτιοανατολικά του Αγίου Αντωνίου και ανήκαν στην περιοχή Μεσουδιέ (Πιρίκ, Κιζίλ-ντερέ, Κίρτζαλη), και λίγες από τις περιοχές Ρεσαδιέ (Σένε, Γότσολου, Σουλεϊμανλή, Γενήκιοϊ), Φάτσας και Ορντού. Αυτοί έφτασαν στο Μονοπήγαδο γύρω στο 1923. Κάποιοι από τους πρόσφυγες αυτούς είχαν φθάσει με την Ανταλλαγή μέσω Κων/πολης στη Ζάκυνθο, όπου είχαν παραμείνει επί εννέα μήνες και στη συνέχεια έφθασαν στη Θεσσαλονίκη (έμειναν κάποιο μικρό διάστημα στο Χαρμάν-κιοϊ) και από εκεί στη Χαλκιδική, στο Τσιλί».2
Κάποιες από αυτές τις οικογένειες, ωστόσο, ρίζωσαν στο νησί και μπόρεσαν να συμβάλουν στην οικονομία του, δραστηριοποιούμενες σε διάφορους τομείς. Επρόκειτο για τις οικογένειες Αμανατίδη, Γιαλιτζόγλου, Δεληγιώργη, Θωμαΐδη, Καρακασίδη, Κινατίδη, Κυριακίδη, Οικονομίδη, Ορφανίδη, Προβατίδη και Τσαβδαρίδη (Τσαφταρίδη).
Διαβάζουμε στο άρθρο του Γιάννη Δεμέτη «Μικρασιάτες στη Ζάκυνθο»:3 «Όπως ανέφερε ο Μάνθος Τσαβδαρίδης, ένας από τους τελευταίους πρώτης γενιάς σήμερα επιζώντες, πέντε χρονών τότε, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας επιβιβάζονταν κυνηγημένοι σε διάφορα πλοιάρια και με αυτά διεκπεραιώνονταν σε κάποιο λιμάνι στα Δαρδανέλια, από όπου επιβιβάζονταν σταδιακά σε μεγαλύτερα πλοία που τους έφερναν στα λιμάνια της Ελλάδας.
»Κοντά στα Χριστούγεννα του ’22, μετά από 12 ημέρες ταξίδι, με ένα από αυτά τα πλοία, κάτω από απαράδεκτες συνθήκες, φτάσανε και στη Ζάκυνθο.
»Με το συγκεκριμένο πλοίο ήρθανε στο νησί 3.000 πρόσφυγες, όμως τελικά έμειναν οι οικογένειες που ανάφερα πιο πάνω, ενώ οι πιο πολλοί κατευθύνθηκαν στη Μακεδονία και άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, κάνοντας χρήση του μέτρου της ανταλλαγής πληθυσμών.
»Αποβιβάστηκαν λοιπόν στο λιμάνι, χωρίς μέχρι εκείνη την ώρα να έχουνε ακούσει κουβέντα για τη Ζάκυνθο. Η εποχή ήτανε δύσκολη και δυστυχώς δεν υπήρχανε περιθώρια για να γίνει οργανωμένη και καθοδηγούμενη φιλοξενία. Η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη αιμορραγούσε χωρίς να είναι σε θέση να παράσχει κάποια παρηγοριά. Ο πόλεμος είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια παντού.
»Σ’ όποια περιοχή και να κατευθυνόταν το πλήθος, δυστυχώς, δεν υπήρχε η δυνατότητα έστω και της παραμικρής ανακούφισης σε τόσο μεγάλο πόνο.
»Η επιλογή για το νησί μας έγινε τυχαία και χωρίς να ρωτηθούνε. Με κάρα κατευθύνθηκαν σε κάποια από τα χωριά του κάμπου. Κάποιοι πήγανε στο χωριό Καληπάδο. Άλλοι πήγανε στον Άγιο Κύρηκο. […]
»Άνθρωποι νοικοκυραίοι, έχοντας χάσει το βιος τους, βρεθήκανε στο έλεος του Θεού. Τους θυμούνται να κυκλοφορούνε στους δρόμους, φορώντας παλιόρουχα και πεινασμένους. Όμως δεν το βάλανε κάτω, ανασκουμπωθήκανε και κινήσανε από την αρχή, και όσοι γνωρίζανε κάποια τέχνη άρχισαν να την εξασκούν».