Μεγάλη μέρα η σημερινή για το ελληνικό χωριό που ίδρυσαν 85 οικογένειες Ποντίων από την Αργυρούπολη του Πόντου, της Τραπεζούντας, από το Μαδέν και τα γύρω χωριά, στην περιοχή της Τσάλκας στη Γεωργία. Στο Μπεστασέν ή Μπεστασένι, ένα από τα 49 ελληνικά χωριά της Γεωργίας, εορτάζεται η ημέρα του Αγίου Νικολάου και εορτάζει ο ομώνυμος Ιερός Ναός.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου ανεγέρθηκε, το 1849, στο ποντιακό χωριό.
Από το 1843 και μέχρι τότε, όπως αναφέρεται στο βιβλίο-λεύκωμα Τα ελληνικά χωριά της Γεωργίας (εκδ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ) οι θρησκευτικές λειτουργίες τελούνταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Λίγα λόγια για το χωριό
Το Μπεστασένι ιδρύθηκε, τον Απρίλιο του 1830, από ποντιακές οικογένειες. Οι περισσότεροι ήταν ελληνόφωνοι ωστόσο γνώριζαν και τα τουρκικά. Το παλαιότερο όνομά του ήταν Μπεσκενασέν, ωστόσο οι Πόντιοι θέλησαν να το αλλάξουν. Τελικά επικράτησε η άποψη μιας ομάδας από το χωριό Μπεστάς (Πέντε Πέτρες) της περιφέρειας Αργυρούπολης και έτσι γεννήθηκε το Μπεστασέν ή Μπεστασένι.
Το Μπεστασένι (γεωργιανά: ბეშთაშენი) βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Τσάλκα, στην περιοχή Κβέμο Κάρτλι της νότιας Γεωργίας.
Οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι βρήκαν στο χωριό τα θεμέλια τριών ορθόδοξων εκκλησιών. Οι ιερείς που βρίσκονταν ανάμεσά τους τούς συμβούλευσαν να φροντίσουν τα ερείπια των εκκλησιών και να τα αναστηλώσουν ώστε να ξαναλειτουργήσουν κάποια στιγμή. Πρώτος ιερέας που λειτούργησε στα ερείπια των εκκλησιών, στην ελληνική γλώσσα, ήταν ο Ιωάννης Σάρης ένας Αργυρουπολίτης που μάθαινε στα παιδιά τη μητρική τους γλώσσα.
Με την άνοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, οι εκκλησίες έκλεισαν και οι λειτουργίες σταμάτησαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στο χωριό να ξεχαστεί η ελληνική γλώσσα, καθώς για την καθημερινή επικοινωνία χρησιμοποιούνταν η τουρκική διάλεκτος, ενώ η ρωσική ως γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας.
«Το χωριό δεν γλύτωσε την κολεκτιβοποίηση και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε περίοδο ειρήνης, το Μπεστασένι ήταν το πιο μεγάλο σε έκταση χωριό της Τσάλκας. Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα των συνόρων, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά το χωριό. Το 2008 στο χωριό απέμειναν μονάχα 50 Έλληνες», σημειώνεται στο βιβλίο-λεύκωμα Τα ελληνικά χωριά της Γεωργίας.