«Μια φορά κι έναν καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος.
»Με τον ίδιο τρόπο ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι.
»Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: “Το ψωμί έτσι που το ’βαλες, θα πέσει”. Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, δίχως να σηκώσει το κεφάλι: “Έννοια σου· μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν· τα ζωγραφισμένα στέκουνται· όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!”».
Ο ζωγράφος που πρωταγωνιστεί στην αφήγηση του Σεφέρη, με την αφοπλιστικά αγνή, παιδική σχεδόν θεώρηση των πραγμάτων, είναι ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870;-1934), εκ Μυτιλήνης.
Ο Θεόφιλος ζωγράφιζε εξ απαλών ονύχων, αποκομμένος από τους συνομηλίκους του και τις παιδικές τους ενασχολήσεις, αποκομίζοντας έτσι από μικρός τον τίτλο του «παράξενου». Τα θέματά του ήταν εμπνευσμένα από το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, το βυζάντιο ή την ελληνική Επανάσταση. Είχε τη συνήθεια να τραγουδάει δημοτικά τραγούδια μεγαλόφωνα, για να δυναμώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα για καλλιτεχνική δημιουργία, όπως επισημαίνει ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης.
Ο πίνακας «Η ηρωική έξοδος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πατριωτισμού και της ναΐφ τεχνικής του καλλιτέχνη.
Σε μια σύνθεση από την οποία οι αρχές του ακαδημαϊσμού λάμπουν διά της απουσίας τους (ο Θεόφιλος ήταν αυτοδίδακτος ζωγράφος και λαϊκή προσωπικότητα), αποθεώνεται η λαϊκή άδολη ματιά, η παιδική αφέλεια, ο πρωτογονισμός και η απλοϊκότητα, χωρίς όμως να χάνεται το αισθητικό αποτέλεσμα το οποίο βγαίνει ενισχυμένο μέσα από τον ενθουσιασμό του ζωγράφου.
Είναι η μεγάλη ώρα για τους Βυζαντινούς, η ώρα της ηρωικής εξόδου τους από την πολύμηνη πολιορκία των Οθωμανών. Ο αυτοκράτοράς τους Κωνσταντίνος IA’ Παλαιολόγος, ντυμένος σαν άλλος Μεγαλέξανδρος με τη στρατιωτική του εξάρτηση, επιλέγει να θυσιαστεί μαζί με το λαό του και όχι να διαφύγει ώστε να γλιτώσει από βέβαιο θάνατο.
Τα υψηλά ιδανικά της γενναιότητας, του πατριωτισμού και του αλτρουισμού ξεπηδούν από τη σύνθεση του λαϊκού ζωγράφου.
Πίσω από τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα διακρίνεται ο πατριάρχης με τη συνοδεία ιερέων και λαϊκών που κρατούν τα λάβαρα, να λιτανεύουν την εικόνα της Παναγίας, της Υπερμάχου Στρατηγού για να σώσει και αυτήν τη φορά την πόλη Της. Η θρησκεία είναι άλλος ένας πυλώνας στην κλίμακα των αξιών του ζωγράφου.
Η απλότητα της γραφής του πινέλου του, η αλλαγή της γεωγραφικής θέσης του ναού της Αγίας Σοφίας και η τοποθέτησή του δίπλα στα κάστρα ώστε ο «Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων να εξέρχεται ατρόμητος» –όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ζωγράφος στο πάνω μέρος του πίνακά του– μέσα από το ναό για να υπερασπιστεί τα Ιερά και τα Άγια των Ελλήνων, μας αφήνουν άλαλους μπροστά στην ευλαλία της δημιουργικής έκφρασης του ακαδημαϊκά «ανεκπαίδευτου» αλλά καλλιτεχνικά ιδιοφυούς Θεόφιλου.
Ζωγραφίζει πάνω σε κάθε είδους υλικά: σε ξύλα, σε τοίχους, σε λαμαρίνες και χαρτιά, με χρώματα παρμένα από την προικισμένη ελληνική φύση.
Οι σκηνές που απαθανατίζει είναι γεμάτες λυρισμό και ποίηση με έντονο το διακοσμητικό στοιχείο. Δεν θα ήταν καθόλου τολμηρό, δεδομένης και της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του, να χαρακτηριστεί ρομαντικός.
Ο Θεόφιλος υπέγραφε τα έργα του πάντα με το επώνυμο της μητέρας του, «Χατζημιχαήλ», ίσως θέλοντας να τιμήσει τον αγιογράφο παππού του, πατέρα της μητέρας του, ο οποίος του έμαθε τις βασικές γνώσεις για τη ζωγραφική. Μόνο σε ένα έργο υπογράφει ως Θεόφιλος Κεφαλάς, που ήταν το επίθετο από την πλευρά του τσαγκάρη πατέρα του.
Λόγω της παιδικότητας του χαρακτήρα του και της απλής ανόθευτης ψυχής του, χλευάστηκε και παραγκωνίστηκε από τους συντοπίτες του. Σε ηλικία 18 ετών εγκατέλειψε τη Μυτιλήνη και πήγε να δουλέψει ως θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης. Όμως η φύση του ήταν καλλιτεχνική και δεν μπορούσε να στεριώσει σε τέτοιες δουλειές. Γι’ αυτό εγκατέλειψε και τη Σμύρνη και αναχώρησε για τον Βόλο και το Πήλιο, όπου ζωγράφιζε τους τοίχους των ταβερνείων.
Εκεί κάποιος θαμώνας τον έριξε μια φορά από τη σκάλα πάνω στην οποία ζωγράφιζε για να «γελάσουνε» εις βάρος αυτού του τόσο «ελαφρόμυαλου» ζωγράφου, ο οποίος θαυμάστηκε μετά θάνατον σε εκθέσεις στο Λούβρο (1961) ως ιδιοφυής καλλιτέχνης ο οποίος εισήγαγε καινούργια πράγματα στην ζωγραφική.
Έτσι ο «σοβατζής», ο ελαφρόμυαλος φουστανελάς ζωγράφος κατά τους σύγχρονούς του Έλληνες, έστω και μετά θάνατον δικαιώθηκε.
Δικαιώθηκε όχι επειδή το εκπαιδευμένο κοινό των Παρισίων τον χαρακτήρισε ιδιοφυΐα – αυτό δεν θα τον ένοιαζε καθόλου. Δικαιώθηκε στα μάτια των μεταγενέστερων συμπατριωτών του, των απλών και των πνευματικών ανθρώπων όπως ο Οδυσσέας Ελύτης που τον αποκάλεσε «παρθένο μαθητή των αισθήσεων», και είπε γι’ αυτόν πως «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο», στο πρόσωπο της Ρωμιοσύνης.
Αλεξία Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων