Η Αγία Αναστασία ζούσε στη Ρώμη την εποχή του Διοκλητιανού (3ος αι). Ήταν από ευκατάστατη οικογένεια. Η μητέρα της ήταν χριστιανή και από πολύ νωρίς φύτεψε στην καρδιά του παιδιού της την αγάπη για τον Ιησού Χριστό. Ο πατέρας της ήταν εθνικός (ειδωλολάτρης) και αποφάσισε να την παντρέψει με κάποιον που δεν ταίριαζε στον ενάρετο χαρακτήρα της κόρης του.
Αυτή προφασιζόμενη ότι ήταν άρρωστη απέφευγε τις σχέσεις με τον σύζυγο που της επέβαλαν. Τις νύχτες ντυνόταν με φτωχικά ενδύματα και μαζί με την θεραπαινίδα της επισκέπτονταν τους μάρτυρες που βασανίστηκαν στη φυλακή (εξαγοράζοντας τους φρουρούς). Αφότου έπλενε τα πόδια και τις πληγές των μαρτύρων, τους εμψύχωνε με λόγια σοφά προσπαθώντας να τους ενισχύσει για να μην δειλιάσουν μπροστά στο μαρτύριο, ώστε να λάβουν το στέφανο της μαρτυρίας, να συγκαταλεχθούν στην ουράνια πολιτεία μαζί με τους αγίους του Χριστού.
Ο σύζυγος της Αναστασίας πολύ νωρίς πνίγηκε σε ένα ταξίδι του προς την Περσία και έτσι εκείνη μπόρεσε να αφιερώσει απρόσκοπτα τη ζωή της στη στήριξη των χριστιανών ομολογητών.
Όταν αυτοί ολοκλήρωναν τον αγώνα τους –με το μαρτύριό τους και το θάνατό τους–, η Αναστασία φρόντιζε ώστε να ταφούν με ευλάβεια και τιμή.
Ένα βράδυ που ο Διοκλητιανός διέταξε να φονευθούν όλοι οι χριστιανοί φυλακισμένοι είτε με πνιγμό, είτε με καύση, είτε περνώντας από μαχαίρι, εκείνη βλέποντας τα άδεια κελιά αναλύθηκε σε λυγμούς. Όταν την ρώτησαν οι φρουροί γιατί θρηνεί έτσι, τους αποκάλυψε πως και αυτή είναι χριστιανή.
Η Αναστασία καθώς ήταν από επιφανή οικογένεια και κατείχε υψηλή κοινωνική θέση δεν παραδόθηκε αμέσως στους δήμιους, αλλά της «έδωσαν την ευκαιρία» να απολογηθεί και να αρνηθεί τον Χριστό. Όταν την προσήγαγαν στο ανάκτορο και την παρουσίασαν μπροστά στον Διοκλητιανό, χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν έτοιμη από καιρό και θαρραλέα, δήλωσε πως η καρδιά της είναι ολότελα δοσμένη στον Χριστό, ότι απαρνείται τα εγκόσμια και ότι διακατέχεται από χαρά και ανυπομονησία γιατί σε λίγο θα συναντήσει τους συντρόφους της στην Ουράνια Βασιλεία – όλους αυτούς που έπλενε τις πληγές και τους ενθάρρυνε να κρατήσουν την πίστη τους.
Την οδήγησαν σε έναν θάλαμο γεμάτο κοσμήματα και πολυτελή ενδύματα και το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να προκαλέσουν τη θυμηδία της Αγίας. Αυτά τα είχε έτσι και αλλιώς στην ζωή της και τα παραγκώνισε. Μετά της έδειξαν τα όργανα βασανιστηρίων, όμως η αυτή έμεινε ανέκφραστη.
Επί τρεις ημέρες παρέμεινε προσευχόμενη δίχως ύπνο και φαγητό την ώρα που οι διώκτες του χριστιανισμού μηχανεύονταν κάθε είδους μέσο για να την πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα. Τελικά η Αναστασία, λόγω της μεγάλης επιρροής και της περιουσίας που είχε στη Ρώμη, αλλά και από φόβο των Αρχών επειδή ο δικαστής που ανέλαβε να την «αλλαξοπιστήσει» και είχε πρόθεση να την κακοποιήσει τυφλώθηκε και πέθανε ζητώντας το έλεος από τα είδωλα, απελευθερώθηκε και έφυγε για τη Νίκαια της Βιθυνίας.
Στο υπόλοιπο της ζωής της δεν σταμάτησε να επισκέπτεται φυλακισμένους χριστιανούς σε διάφορες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να τους εμψυχώνει λίγες ώρες πριν από το μαρτύριό τους. Ο βίος της συνδέεται με τους βίους άλλων Αγίων, όπως με αυτόν της Θεοδότης και των τριών παιδιών της, του πνευματικού της πατέρα Χρυσόγονου, του Ζωίλου αλλά και πλήθους άλλων ομολογητών.
Μαρτύρησε εντέλει στο Σίρμιο της σημερινής Σερβίας. Οι δήμιοί της την είχαν καθηλώσει στο έδαφος, δένοντας τα χέρια και τα πόδια της σε ξύλινους πασσάλους. Δίνοντας φωτιά στο εύφλεκτο υγρό με το οποίο είχαν ποτίσει το πεδίο περίμεναν πως η Αγία θα ολιγοπιστήσει. Όμως εκείνη, έμπλεη Θείου έρωτα, χωρίς να χάσει καθόλου το θάρρος της παρέδωσε το πνεύμα στον Δημιουργό της.
Η μνήμη της δοξάζεται στις 22 Δεκεμβρίου και ο λαός τής έδωσε το προσωνύμιο «Φαρμακολύτρια» επειδή γιατρεύει ψυχικές και σωματικές νόσους. Ως μάρτυρας απεικονίζεται στις εικόνες με πορφυρό μανδύα κρατώντας στο δεξί της χέρι το σταυρό και στο αριστερό μια υδρία (στην οποία ετοίμαζε τα μίγματα από τα φάρμακα).
Η σχέση της Αγίας με τη Θεσσαλονίκη
Η Αγία Αναστασία τιμάται σε όλον τον χριστιανικό κόσμο (μαρτύρησε τον 3ο αι, πολύ πριν από το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών).
Είχε φροντίσει και εμψυχώσει τις τρεις αδελφές από τη Θεσσαλονίκη, τις Άγιες Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη, και μετά το μαρτύριό τους τις ενταφίασε με κάθε τιμή. Μάλιστα για τις πράξεις της αυτές φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τις ρωμαϊκές Αρχές της πόλης.
Δύο ναοί είναι αφιερωμένοι στην Αγία Αναστασία, ο ένας βόρεια στη συνοικία Συκιές και ο άλλος ανατολικά στη συνοικία Νέα Κηφισιά.
Ο ναός στο Πετεινοχώρι (Χορόσκιοϊ) της Μαγνησίας
Το χωριό Πετεινοχώρι απείχε περίπου 30 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Ήταν ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που αριθμούσε περί τους 2.500 Έλληνες. Ονομάστηκε έτσι γιατί σύμφωνα με το θρύλο την ώρα που χωριανοί έβρισκαν τη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Αναστασίας στο προαύλιο του ναού που μετέπειτα έφτιαξαν, ένας πετεινός λαλούσε ασταμάτητα, θαρρείς και ήθελε να διαδώσει το γεγονός.
Ο περικαλλής ναός ήταν στολισμένος με πλούσιο διάκοσμο και μπροστά από τις εικόνες του τέμπλου κρέμονταν χρυσά και αργυρά καντήλια. Ανήκε στη Μητρόπολη Εφέσου και κατά τον τριήμερο πανηγυρισμό στην εορτή της Αγίας μαζεύονταν προσκυνητές απ’ όλη την Ιωνία. Εντύπωση προκαλούσε το ψηλό καμπαναριό του ναού που φαινόταν από μακριά.
Κατά την ημέρα της εορτής της Αγίας παρά τη νηστεία των Χριστουγέννων επιτρεπόταν (όπως και σήμερα) η κατάλυση οίνου και ελαίου.
Το 1922 στα φοβερά γεγονότα της Γενοκτονίας του ελληνισμού της Μ. Ασίας ο ναός της Αγίας βανδαλίστηκε και καταστράφηκε από τους Τούρκους, των οποίων το μένος δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της φυσικής ύπαρξης των Ελλήνων αλλά και εναντίον κάθε ίχνους του πολιτισμού και της ιστορίας τους.
Οι λιγοστοί κάτοικοι που γλίτωσαν από τις σφαγές μετέφεραν την εικόνα της Αγίας Αναστασίας στον Περισσό Αττικής, όπου και έχτισαν ναό σε ανάμνηση εκείνου που καταστράφηκε στην πατρίδα τους. Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα η εφέστιος εικόνα της Αγίας Αναστασίας του Πετεινοχωρίου Μ. Ασίας.
Ιερά Μονή Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Χαλκιδικής
Η Μονή Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Χαλκιδικής βρίσκεται λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο για Πολύγυρο, και χτίστηκε τον 9ο αι. επί της Δυναστείας των Μακεδόνων.
Η παράδοση λέει πως ιδρύθηκε από τη Θεοφανώ, την πρώτη γυναίκα του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού, η οποία εκτός από την ευθύνη της ανοικοδόμησης του μεγάλου μοναστηριακού συγκροτήματος, προσήγαγε ανάμεσα σε πολύτιμους θησαυρούς έναν ανεκτίμητο: την Κάρα της Αγίας Αναστασίας από την Κωνσταντινούπολη και τμήμα από το δεξί πόδι της Αγίας.
Επίσης η Θεοφανώ δώρισε στη μονή, που θεμελίωσε και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής της, έναν σταυρό με τμήμα Τιμίου Ξύλου, αλλά και το σκήπτρο του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού το οποίο μαζί με χρυσόβουλα και διάφορα τιμαλφή καταστράφηκαν κατά το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής τον Ιούνιο του 1821.
Την Κυριακή του Θωμά του 2012, ξημερώματα προς Δευτέρα ιερόσυλοι αφού παραβίασαν 5 πόρτες σπάζοντας 15 κλειδαριές, έφτασαν στο χώρο όπου φυλασσόταν η κάρα της Αγίας και την αφαίρεσαν. Μαζί έκλεψαν και τη λειψανοθήκη με το λείψανο που προερχόταν από το πόδι της, όπως και λείψανα του Αγίου Μοδέστου και της Αγίας Παρασκευής.
Εκτός από τα άγια λείψανα, οι αμετανόητοι κακοποιοί για να κάνουν να φανεί ως ληστεία η ανίερη πράξη τους αφαίρεσαν χρήματα αλλά και έναν σταυρό ευλογίας από την Αγία Τράπεζα. «Δεν πρόκειται για ληστεία αλλά για απαγωγή» λένε οι πατέρες της Μονής, οι οποίοι είναι βυθισμένοι στο πένθος από τότε, όπως ομολογούν.
Όλοι εμείς που είχαμε την ευλογία να προσκυνήσουμε την κάρα της Αγίας Αναστασίας, η οποία ευωδίαζε με το που περνούσες το κατώφλι του πρόναου, ευχόμαστε αυτή η περιπέτεια να λήξει με τον καλύτερο τρόπο σύντομα και να αξιωθούμε να προσκυνήσουμε ξανά την ζωντανή παρουσία της Αγίας στο μοναστήρι της.
Αλεξία Ιωαννίδου