Μια από τις μεγάλες ηγετικές προσωπικότητες –όχι μόνο ιερατικές– που ανέδειξε ο ελληνισμός του Πόντου ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, ο οποίος στις 13 Δεκεμβρίου 1938 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
«Αντίπαλός» του ήταν ο Μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος)· η αντιπαράθεση δίχασε τότε την Εκκλησία.
Ο Μητροπολίτης Κορινθίας είχε έντονη κοινωνική δραστηριότητα, αλλά θεωρούνταν οπαδός του βενιζελισμού από το καθεστώς Μεταξά. Κατά την τρίτη ψηφοφορία είχε επικρατήσει οριακά του Χρύσανθου, με μόλις μία ψήφο διαφορά. Οι προετοιμασίες για την ενθρόνιση είχαν ξεκινήσει, ωστόσο ομάδα ιεραρχών προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλούμενο την παράτυπη συμμετοχή ενός μητροπολίτη στο εκλεκτορικό Σώμα.
Το ΣτΕ, υπό την ισχυρή επιρροή της δικτατορίας που ήθελε να έχει τον έλεγχο της Εκκλησίας, ακύρωσε με οριακή πλειοψηφία την εκλογή του Δαμασκηνού, παρά την προσφυγή άλλων ιεραρχών υπέρ του.
Μετά την απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε ο ειδικός αναγκαστικός νόμος 1493 της 3 Δεκεμβρίου 1938 διορίζοντας «Αριστίνδην Σύνοδο» (σύνοδο της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την κυβέρνηση), όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντας Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος.
Ακολούθως ο ευρισκόμενος στο Λονδίνο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, μετά από τηλεγράφημα του Μεταξά.
27 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί στην Αθήνα
Στις 27 Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει τη δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο βασιλεύς».
Την οργή των Γερμανών προκάλεσε και το διάγγελμά του με αφορμή την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Ελλάδας. Για την στάση του αυτή στις 2 Ιουνίου 1941 με συντακτική πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του.
Η διαδικασία απομάκρυνσής του ενισχυόταν και από τον Δαμασκηνό, ο οποίος ήταν πρόθυμος να συναινέσει στο σχηματισμό κατοχικής κυβέρνησης κρίνοντάς τη ως μέτρο ανάγκης.
Στις 17 Ιουνίου του 1941 η κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε νομοθετικό διάταγμα για τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου που θα αποφάσιζε για την εγκυρότητα της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου – «ουσιαστικά μεθοδευόταν […] η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας», όπως αναφέρει ο Θεοδόσης Τσιρώνης¹.
Τελικά η Σύνοδος έκρινε ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ενώ χαρακτηριζόταν «επιβάτης» του θρόνου, δηλαδή παράνομα ευρισκόμενος στην ηγεσία της ελλαδικής Εκκλησίας.
Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δωσίλογες κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε.