Ένα λαχόρ(ιν), με σπάνια θεματολογία καθώς έχει επάλληλες σειρές σκούρων και ανοιχτών χρωμάτων, παρουσίασε η Μέριμνα Ποντίων Κυριών, με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Στεφανίδη.
Στο πολύ λεπτό μάλλινο ύφασμα τα δέματα σώζονται ακέραια σε όλη την έκτασή τους, με απόληξη κουρσία μεταλλικά.
Το λαχόρ’ ή λαχόριν είναι μέρος της ποντιακής γυναικείας φορεσιάς, το ζωνάρι.
Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό, το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα. Το σχέδιό του σχημάτιζε κάθετες ρίγες 2-3 εκ. Η μία ρίγα είχε περίπου 8 εκ. απόσταση από την άλλη, και σε αυτό το πλαίσιο σχημάτιζε ψυχεδελικά ημικύκλια, τα «λαχούρια».
Τα χρώματά του ήταν έντονα, ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου. Τα βασικά ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ. Κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κλεμία (κρόσια), 10 εκ. η κάθε πλευρά.
Πάνω στο λαχόρι οριζόντια της κάθε κάθετης πλευράς έραβαν τα «δέματα», κορδέλες φάρδους 1,5 εκ. Το κάθε «δέμα» είχε μήκος 1,50 μ., και στις δύο άκρες του υπήρχαν πισκούλια (φούντες). Με τα «δέματα» στερέωναν το λαχόρι επάνω στο σώμα.
Το λαχόρι είχε φάρδος 1 μ. και μήκος 1,10μ. Το όνομά του το πήρε από την πόλη Λαχόρη του Πακιστάν.