«Ακάθεκτος κυλά ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας…», μας λέει η Άννα η Κομνηνή στον πρόλογο της Αλεξιάδος. Φαίνεται όμως πως η ίδια κατάφερε να βγάλει τον εαυτό της από τον «βυθό της αφάνειας», αφού μετά από μια χιλιετία το έργο της αποτελεί σταθμό τόσο για τα ελληνικά γράμματα όσο και για την παγκόσμια ιστορία.
Η Άννα Κομνηνή ήταν πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας.
Μέχρι να γεννηθεί ο αδελφός της Ιωάννης, υπήρξε «συναυτοκράτειρα».
Η μόρφωση που έλαβε ως πορφυρογέννητη πρωτότοκη πριγκίπισσα ήταν πλούσια και η ανατροφή που της δόθηκε επιμελέστερη από αυτήν κάθε άρρενα επίδοξου διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. Το θάρρος που επεδείκνυε επισκίαζε εκείνο πολλών ανδρών και ειδικά του συζύγου της Βρυέννιου, ο οποίος ήταν απρόθυμος να της συμπαρασταθεί στην προσπάθειά της να ανατρέψει τον αδερφό της από την εξουσία και να αναλάβει ο ίδιος αυτοκράτορας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, αφενός μεν μεμφόταν την φύση της που την γέννησε γυναίκα (και έχασε το θρόνο από τον δευτερότοκο αδελφό της), αφετέρου δε την τύχη της που βρέθηκε δίπλα σε ένα άντρα άτολμο όπως ο Βρυέννιος.
Λόγω της κοινωνικής της θέσης συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει. Η πριγκιπική της ιδιότητα εξάλλου της εξασφάλιζε άμεση πρόσβαση σε εγκυρότατες πηγές όπως επίσημες επιστολές και εμπιστευτικά κρατικά αρχεία. Δε δίστασε μάλιστα προκειμένου να ενισχύσει την αλήθεια όλων όσων ισχυριζόταν, να ενσωματώσει στο έργο της ένα χρυσόβουλο του πατέρα της Αλεξίου Α΄. Το γεγονός αυτό βρίσκει την βυζαντινή πριγκίπισσα πλήρως εναρμονισμένη με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας, εφόσον ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης χρησιμοποιούσαν εκτός από γεωγραφικές και εθνολογικές παρατηρήσεις και τμήματα από λόγους και δημηγορίες, αρχεία πόλεων, διοικητικές πράξεις και άλλα ντοκουμέντα για να ενισχύσουν την αλήθεια των γραφομένων .
Εκτός όμως από την άμεση πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και τα προσωπικά της βιώματα, η Κομνηνή είχε αναπτύξει ως προς την συγγραφή της ιστορίας επαρκή επιστημονική μέθοδο, κάνοντας διασταυρώσεις με διαπρεπείς ιστορικούς της αυτοκρατορίας, όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης. Συγχρόνως μελετούσε και έκανε χρήση των υπομνημάτων των συμπολεμιστών του πατέρα της στις μάχες και φυσικά χρησιμοποιούσε τις κατά γενική ομολογία αξιόπιστες γραπτές μαρτυρίες του ανδρός της Βρυέννιου, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια αξιοπρεπή ιστορική μελέτη.
Όσον αφορά στη γλώσσα, η Αλεξιάδα θεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Η εύστροφη συγγραφέας της κάνει την σύνδεση με την αρχαιότητα όχι μόνο μέσω της γλώσσας, αλλά επιπλέον χρησιμοποιώντας τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες και αναφέρεται. Ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου, η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί συχνότερα, ευκαιρίας δοθείσης, χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ιστοριογράφους (τον Θουκυδίδη που προσπαθεί να μιμηθεί με επανάληψη δικών του στερεότυπων φράσεων) και τον αγαπημένο της Όμηρο. Είναι εξάλλου ηλίου φαεινότερον πως ο τίτλος της ιστορίας Αλεξιάς που έγραψε καλύπτοντας τη χρονική περίοδο 1069-1118 με πρωταγωνιστή τον Αυτοκράτορα και πατέρα της Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, παραπέμπει στο «Ιλιάς» του αρχαίου Έλληνα επικού ποιητή Ομήρου.
Σε όλο το έργο της η Κομνηνή κάνει σαφή στον αναγνώστη τα αντιβαρβαρικά της αισθήματα, ένα άλλο κοινό σημείο, συνέχεια θα λέγαμε των αρχαίων Ελλήνων ιστοριογράφων που αποστρέφονταν ό,τι αφορούσε τους μη Έλληνες-βάρβαρους εχθρούς. Έτσι η οξύνους βυζαντινή πριγκίπισσα, διαφοροποιεί πλήρως τη θέση της από την «δυτικολατρεία» του ανιψιού της Μιχαήλ, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Ιωάννη και, με την αφέλεια που τον διέκρινε, έφτασε στο σημείο να συμβουλεύεται αστρολόγους για τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας (συνήθεια εισαγόμενη από τη Δύση), αλλά και να επιφυλάσσει θερμές υποδοχές σε απεσταλμένους του Πάπα.
Η Άννα Κομνηνή είχε την άποψη πως οι βάρβαροι ήταν αλαζόνες, άξεστοι, φιλοχρήματοι και ο όρκος τους δεν είχε καμιά απολύτως αξία (γιατί προφανώς τον πατούσαν με την πρώτη ευκαιρία).
Έφτασε δε σε σημείο, για να μην μιάνει το κείμενό της με βαρβαρικά ονόματα, να αποφεύγει να τα χρησιμοποιεί.
Έτσι μπορούμε να εξαγάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής ιστοριογραφίας η Αλεξιάς ήταν και ως προς τη γλώσσα (αττικίζουσα) αλλά και ως προς το ύφος (ελληνοπρεπές) και τις μεθόδους της ιστοριογραφίας (πηγές, αναφορές σε αρχαιοελληνικά κείμενα κ.τλ.) αντιπροσωπευτικό της κείμενο. Παρόλα αυτά όμως, λόγω της απόκρυψης των μειονεκτημάτων και των λαθών του πατέρα της, και της εγκωμιαστικής της διάθεσης για το βίο και τις πράξεις του (βαρβαρότητες εναντίον των αιρετικών Παυλικιανών), της έλλειψης ουδετερότητας, των έντονων αρνητικών (που άγγιζαν την εμπάθεια) συναισθημάτων της για εχθρικά της πρόσωπα1 και του συναισθηματισμού της2, η Κομνηνή δεν επιτέλεσε τελικά με ευλάβεια το στόχο που είχε θέσει στο προοίμιο της Αλεξιάδος να γράψει δηλαδή αντικειμενικά ιστορία. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του έργου της. Τουναντίον χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως κείμενο ξεχωριστό ανάμεσα στην πληθώρα των σύγχρονών του ιστορικών κειμένων και έχει ιδιαίτερη αξία.
Σύντομη γλωσσική ανάλυση του προοιμίου της Αλεξιάδος
Στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου της Αλεξιάδος, παρατηρείται μια προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης της έννοιας του χρόνου, ενώ παράλληλα εξαίρεται η σημασία της καταγραφής της ιστορίας και ο ανασχετικός ρόλος που μπορεί αυτή να διαδραματίσει σε ό,τι αφορά την «επέλασή» του.
Παρόλο που είναι εμφανής σε αυτό το χωρίο η τάση μίμησης αρχαίων προτύπων και ιδιαίτερα του Θουκυδίδη, διαφαίνεται επίσης και ένα είδος λαϊκής θυμοσοφίας όσον αφορά το ύφος και το περιεχόμενό του. Παράλληλα, είναι εμφανές πως παρά την αρχαιοπρέπεια, δεν εφαρμόζονται άκαμπτα οι κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μορφολογία και το τυπικό.
Ανατρέχοντας στο κείμενο διαπιστώνουμε πως δύο φορές απαντάται η πρόθεση «εις», την πρώτη φορά με τον τύπο που εμφανίζεται στο έργο του Θουκυδίδη, δηλαδή «ες». Η εμφάνιση της ίδιας λέξης σε δύο διαφορετικές εκδοχές μέσα σε λίγες αράδες, δείχνει την βαθιά αντινομία που προκύπτει από την ενσωμάτωση παλαιότερων γλωσσικών μορφών στο ιδιόλεκτο των λογίων συγγραφέων. Μίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί και η περιστασιακή μάλλον υιοθέτηση της πρόθεσης «συν» ως «ξυν» στο ρήμα «ξυνέχει», αλλά και το επίρρημα «ακάθεκτα», αντί «ακαθέκτως», κατά τη συνήθεια του αρχαίου ιστοριογράφου να χρησιμοποιεί το ουδέτερο πληθυντικού αντί για το επίρρημα εις –ως. Δεν υπάρχει όμως μετατροπή του «αεί» σε «αιεί» ούτε και άλλες διαφοροποιήσεις στη σύνταξη και τη γραμματική σύμφωνες με την γλώσσα του Θουκυδίδη.
Συναντάμε ακόμη μετοχές της αρχαίας ελληνικής π.χ. «ρέων», «φύων» «τα φανέντα», «αποκρυπτόμενος», αρχαίους ρηματικούς τύπους π.χ. «υπερείληφε», ίστησι» και κάποιες δοτικές, όπως «γενέσει», «ρεύματι». Συναντάμε την αντιθετική σύνδεση «μεν…δε», και απαρεμφατική σύνταξη (ουκ εά διολισθαίνειν). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση του αρχαϊκού συνηρημένου τύπου καταποντοί (από το καταποντόω, ω) αντί για το συνηθέστερο «καταποντίζει». Το ρήμα συνηρημένο απαντάται στον Αρχίλοχο, αλλά και στον Ηρόδοτο.
Τα παραπάνω είναι στοιχεία που δείχνουν την τάση μίμησης αρχαίων προτύπων. Από την άλλη όμως πλευρά παρατηρούμε μία προτίμηση στην παρατακτική σύνταξη και την αναλυτική γλώσσα με συχνή επανάληψη του συνδέσμου «και», αλλά και νεότερες μορφές σύνταξης, όπως τη χρήση του τοπικού επιρρήματος «όπου» εις διπλούν αντί για το διαζευκτικό «είτε.. είτε», κάτι ανάλογο με τη σημερινή χρήση του «πότε.. πότε» (και ες βυθόν αφανείας καταποντοί όπου μεν ουκ άξια λόγου πράγματα όπου δε μεγάλα τε και άξια μνήμης).. Πρόκειται για επιρροή που πιθανότατα δέχτηκε η συγγραφέας από τη σύγχρονή της γλώσσα.
Το έργο της Άννας Κομνηνής, παρά την εξόφθαλμη «αγιοποίηση» του πατέρα της αποτελεί πολύτιμο εντρύφημα κάθε ερευνητή που σκοπό του δεν έχει μόνο την στείρα ανάγνωση γεγονότων τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, μας κάνει κοινωνούς της κουλτούρας μιας από τις πιο λαμπρές εποχές της ρωμιοσύνης κατά την οποία έζησε η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα η οποία εκοιμήθη ως μοναχή3στην Ιερά Μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη και ετάφη σύμφωνα με την επιθυμία της δίπλα στον τάφο του πατέρα της, στην Παμμακάριστο.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων
1. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της Κομνηνής για το πρόσωπο του νεογέννητου αδελφού της, που αυτόματα της αφαίρεσε τον τίτλο της συναυτοκράτειρας (τον παρουσιάζει ως τέρας της φύσης) αλλά και της στάσης του όταν ψυχορραγούσε ο πατέρας τους (έσπευσε να καταλάβει το παλάτι όταν η μητέρα του και η μεγάλη του αδελφή βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του πόνου).
2. Όταν περιγράφει τον θάνατο αγαπημένων της προσώπων όπως του πατέρα της και του συζύγου της.
3. Δεν φόρεσε όμως το μοναχικό «μαντήλι» παρά μόνο λίγες ημέρες πριν το τέλος της που προφανώς είχε προαισθανθεί.
Βιβλιογραφία
• Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α’, Κανάκης, Αθήνα 1997.
• Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Γ’, Κανάκης, Αθήνα 2009.
• H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τομ. Β΄, Αθήνα 2005.
• Γιασμίνα Μωυσείδου, Γράμματα Ι: Αρχαία ελληνική και βυζαντινή φιλολογία, τόμ. Γ΄ Βυζαντινή περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
• Henry G. Scott / Robert Liddell, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. B’, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2000.