Του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού «Κοντάκιον της Χριστού Γεννήσεως» με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού ύμνος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Πάναγνη κόρη σήμερα γεννά Αυτόν που στέκει πάνω απ’ ότι υφίσταται, πάνω απ’ ότι είναι·
κι η γη προσφέρει μια σπηλιά δω κάτω για να φέρει, Κείνον που είναι στα ψηλά – κει που κανείς δεν φτάνει.
Όσοι βοσκοί ήταν εκεί, ψέλνουνε και δοξολογούν μαζί με τους Αγγέλους·
κι οι μάγοι, οι Πέρσες οι σοφοί με ένα αστέρι τ’ ουρανού παρέα παίρνουν δρόμο· μπροστά τ’ αστέρι, πίσω αυτοί να παν να προσκυνήσουν.
Για χάρη μας γεννήθηκε κι έγινε για τον άνθρωπο
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
Οίκοι
α’. Εμπρός λοιπόν! Τι στέκεστε; Ελάτε όλοι να δούμε: άνοιξε η πόρτα της Εδέμ, εδώ στη Βηθλεέμ!
Νά η αληθινή χαρά! Βρέθηκε· στέκει στα κρυφά. Εμπρός να πάρουμ’ όλοι
του παραδείσου τα καλά που είναι μέσα στη σπηλιά.
Απότιστη πώς βλάστησε ετούτη δω η ρίζα; Και φτιάχνει τώρα τον καρπό π’ όποιος τον τρώει σβήνει όλες τις αμαρτίες του;
Αφού κανείς δεν έσκαψε, πώς έγιν’ το πηγάδι
π’ απ’ το νερό του για να πιει παλιά τ’ επιθυμούσε ο Προφητάνακτας Δαυίδ;
Εκεί κρυφά μες στη σπηλιά, εκεί Παρθένος κόρη γεννώντας βρέφος
έσβησε μεμιάς όλη τη δίψα που είχε ο πρώτος ο Αδάμ, μα κι ο Δαυίδ αντάμα.
Γι’ αυτό, σ’ αυτό να σπεύσουμε στο σπήλαιο που γεννήθη
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
β’. Της μάνας ο Δημιουργός και Πλαστουργός πατέρας, για μάνα του την δέχεται και στην κοιλιά της μπαίνει, και αυτοβούλως γίνεται παιδί της και γεννιέται.
Έτσι ο Σωτήρας των βρεφών γίνηκε ο ίδιος βρέφος· κι αντίς για κούνια, σε παχνί τον βάλαν να ξαπλώσει.
Σ’ εκείνην που τον γέννησε γεννήθηκε απορία· τον έβλεπε καλά-καλά, και έτσι τον ρωτούσε:
«Πες μου παιδί μου να χαρείς: πώς σπάρθηκες, πώς βλάστησες μόνο σου στην κοιλιά μου;
Σε βλέπω τώρα σπλάγχνο μου, κοιτώ κι αποθαυμάζω.
Πώς έφτασα στο θηλασμό του γιου μου χωρίς γάμο; Ποτέ μου δεν παντρεύτηκα κι άντρα εγώ δεν ξέρω.
Βλέπω εσένα απ’ τη μια, μωρό σπαργανωμένο·
κι από την άλλη τι να δω; Από την άλλη βλέπω ανέπαφη ότι έμεινα, παρθένος παραμένω.
Ποιος άλλος παρά μόν’ Εσύ μπορούσες να το κάνεις· με φύλαξες ανέγγιχτη σαν θέλησες να γεννηθείς, σαν θέλησες να γίνεις
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
γ’. Παμμέγιστέ μου Βασιλιά τι σχέση έχεις μαζί μας, τους έρμους μας που εκπέσαμε και γίναμε ζητιάνοι;
Ο ποιητής των ουρανών, πώς κι ήρθες εδώ κάτω να βρεις τη γης τους ένοικους;
Το σπήλαιο αγάπησες; Μήπως σ’ αρέσει η φάτνη;
Σ’ όλα τα καταλύματα δεν είχε ούτε δώμα για εμένανε τη δούλη Σου.
Μα τι λέω για δώμα; Ούτε σπηλιά δεν βρέθηκε,·
γιατί και τούτης της σπηλιάς πρώτοι ένοικοι είναι άλλοι κι εμείς φιλοξενούμενοι – στα ζώα η στάνη ανήκει.
Τουλάχιστον στη Σάρρα, όταν τον γιο της γέννησε,
της δώσανε για προίκα μερίδα γης όχι μικρή. Σ’ εμένα, ούτε μια τρύπα.
Βολεύτηκα έτσι στη σπηλιά που διάλεξες ο ίδιος, συνειδητά για να γενείς
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι».
δ’. Καθώς σιγοψιθύριζε κρυφά αυτά τα λόγια,
καθώς ικέτευε θερμά Αυτόν τον Παντογνώστη που δεν υπάρχει τίποτα που να μην το γνωρίζει,
ακούει των Μάγων τις φωνές που γύρευαν το Βρέφος.
Κι ευθύς τους απευθύνθηκε και τους ρωτάει και λέει: «Ποιοι είστ’ εσείς; Τι θέλετε;»
Κι αυτοί αντιγυρίζουν: «Το θέμα είναι ποια είσαι εσύ
που τέτοιον γιο ξεγέννησες και έφερες στον κόσμο.
Ποιος είναι ο πατέρας σου και ποιαν έχεις μητέρα
κι έγινες μάνα και τροφός παιδιού χωρίς πατέρα;
Είδαμ’ εμείς το άστρο Του ψηλά στον ουρανό, κι έτσι το καταλάβαμε πως ήρθ’ η ώρα να φανεί
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι.
ε’. Γιατί με πάσα ακρίβεια μας έχει παραθέσει ο Βαλαάμ
το νόημα και τις επεξηγήσεις των σχετικών προφητειών που κάποτ’ είχε κάνει.
Άστρο, είχε γράψει κάποτε, μέλλει να ανατείλει.
Άστρο που σβήνει τους χρησμούς, τους οιωνούς μαντείων.
Άστρο που θα διαλύσει όσα έχουν πει όλ’ οι σοφοί: παροιμιώδεις λόγους
μαζί και τα αποφθέγματα και κάθε είδους γρίφο.
Άστρο που είν’ αμέτρητα λαμπρότερο από δαύτο που εμείς ακολουθήσαμε
και λάμπει από πάνω, αφού είναι ο Δημιουργός των άστρων και του κόσμου.
Γι’ αυτό τ’ αστέρι έχει γραφτεί, προφητευμένο υπάρχει: απ’ τη γενιά του Ιακώβ άστρο θα ανατείλει
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι».
ϛ’. Θαυμάσια και μυστήρια της φάνηκαν τα λόγια που άκουσε η Μαριάμ.
Κι έσκυψε και προσκύνησε το σπλάγχνο, το παιδί της
και τρέχανε τα δάκρυα της και τέτοια λόγια του ’πε: «Τι μεγαλεία μου ’κανες,
πόσο μεγάλα είναι όλα όσα πραγμάτωσες μ’ εμέ, μια φτωχοκόρη.
Δες τους, απ’ έξω στέκονται Μάγοι και Σε γυρεύουν.
Και όλοι οι της Ανατολής μεγάλοι βασιλιάδες
το πρόσωπό Σου για να δουν γυρεύουν επειγόντως.
Και του λαού Σου οι πλούσιοι και όλοι οι σπουδαίοι δεήσεις κάνουν, να Σε δουν θερμοπαρακαλάνε.
Και ποιος είν’ ο λαός Σου; Στ’ αλήθεια είναι όλοι αυτοί που Συ τους φανερώθηκες κι αυτοί αναγνωρίσαν πως τούτη ήταν η στιγμή, αυτή η βλογημένη που ’ρθε εδώ κάτω στη γη
ο Προαιώνιος Θεός νιογέννητο μωράκι».