Την περασμένη Τρίτη είδε το φως της δημοσιότητας απόφαση του Πρωτοδικείου Φλώρινας με την οποία αναγνωρίζεται Μη Κυβερνητική Οργάνωση η οποία θα διδάσκει τη μακεδονική γλώσσα στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Η είδηση δεν απασχόλησε τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης διότι χαλάει το κεντρικό αφήγημα.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου είναι βεβαίως, σύννομη. Η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών έχει αναγνωρίσει μακεδονική γλώσσα, μακεδονική ιθαγένεια και, κατά τη δική μου ανάγνωση, την οποία δεν θα επαναλάβω, διότι έχει γίνει κατά κόρον στο πρόσφατο παρελθόν, και μακεδονική ταυτότητα.
Το πρόβλημα για όσους έχουν παρακολουθήσει το ιστορικό βάθος του «μακεδονισμού» δεν είναι το ότι υπάρχουν πληθυσμοί στον ελληνικό χώρο που μιλούν το γλωσσικό αυτό ιδίωμα και θα πρέπει να διατηρήσουν, ως πολιτιστικό στοιχείο, τη γλώσσα τους. Αν περιοριζόταν εκεί, όχι, μόνο, δεν θα υπήρχε πρόβλημα αλλά και θα έπρεπε να επιδιωχθεί η διατήρησή του. Το πρόβλημα βρίσκεται στην σκοπιμότητα που κρύβει η προσπάθεια. Και η κλιμάκωση της σκοπιμότητας αυτής προβλέπει διαμόρφωση προϋποθέσεων μειονότητας και διεθνή προσπάθεια αναγνώρισής της. Αλλά και τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα.
Το πρόβλημα θα αρχίσει όταν θα εμφανιστεί ο στόχος του γειτονικού κράτους να ενώσει όλα τα τμήματα της σύνολης γεωγραφικής Μακεδονίας.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω πως ακόμη και αυτό θα το εκλάβουν ως πρόβλημα όλοι οι Έλληνες ή ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Πάντως, όσοι πιστεύουν πως τα άτομα της ΜΚΟ που θα διδάσκει τη μακεδονική γλώσσα στους Έλληνες πολίτες το κάνουν για να διασώσουν ένα πολιτιστικό στοιχείο που μιλούσαν οι γονείς τους ή οι πρόγονοί τους και δεν έχουν άλλες σκοπιμότητες, είναι αφελείς.
Δεν είναι, ακόμη, εμφανές αλλά η νέα, κυρίαρχη, αντίληψη του κεντρικού κράτους είναι αντίληψη πόλεων κρατών. Η έννοια του εθνικού κράτους συνεχώς εξασθενεί και αναδύεται η έννοια της πόλεως κράτους. Η συνεχιζόμενη προσπάθεια υπερσυγκέντρωσης, όσο γίνεται μεγαλύτερου πληθυσμού και οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στο λεκανοπέδιο, προδίδει αυτήν την στόχευση. Και επειδή ό,τι απευχόμαστε το εξορκίζουμε, οποιοσδήποτε θέτει αυτό το ζήτημα θεωρείται ακραίος, ή εξωπραγματικός. Ο στρουθοκαμηλισμός θα οδηγήσει σύντομα σε αδιέξοδα. Για τους στόχους της ΜΚΟ που αναγνωρίσθηκε δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες. Άλλους τους περιγράφει και άλλους τους υπονοεί η ίδια με την ανακοίνωση που εξέδωσε για να καταστήσει γνωστό το γεγονός.
Αξίζει να παρατεθούν δύο τρεις παράγραφοι:
« …Λόγος γίνεται για την πρώτη ΜΚΟ που αναφέρεται ρητά στη μακεδονική γλώσσα και που εγκρίθηκε νόμιμα από τις ελληνικές κρατικές Αρχές. Αυτή η πράξη αντιπροσωπεύει μια de facto αναγνώριση ενός μακεδονόφωνου πληθυσμού στην Ελλάδα.
»Σημαντικό είναι επίσης και το γεγονός ότι τα δικαστικά έγγραφα αναφέρονται επίσημα στην οργάνωση με το όνομά της στη μακεδονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας το μακεδονικό κυριλλικό αλφάβητο (“Центар за македонски јазик во Грција”).
»Η απόφαση είναι η πρώτη αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα από τις κρατικές Αρχές μετά την απογραφή του 1920, όταν η μακεδονική γλώσσα καταχωρήθηκε ως γλώσσα που ομιλείται από τμήματα του πληθυσμού.
»Το σημερινό επίτευγμα δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή μιας εκστρατείας για την ολική εγκαθίδρυση της μακεδονικής γλώσσας στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Το Κέντρο θα εργαστεί, τώρα, ενεργά για την εκπλήρωση των στόχων του που περιλαμβάνουν: …
»Η μακεδονική γλώσσα είναι το παρελθόν μας… και το μέλλον μας!».
Θα κάνω δύο τρία σχόλια σχετικά με το γεγονός:
1.-Το καταστατικό της Οργάνωσης προβλέπει τη διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας μέσω διαδικτύου σε Έλληνες πολίτες αλλά και την εισαγωγή της στα σχολεία ως προαιρετικού μαθήματος. Περιορίζει το ενδιαφέρον και την εμβέλεια της στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία αλλά και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, προφανώς, σε περιοχές που θα είχε ανταπόκριση. Και καλά, στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν την μακεδονική γλώσσα; Η μακεδονική –χωρίς εισαγωγικά, με την έγκριση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα– προσπάθεια επιχείρησε να ενώσει τον μακεδονισμό της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με τους Πομάκους εν ονόματι ενός σλαβικού ιδιώματος που μιλούν οι Πομάκοι και το οποίο οι Μακεδόνες θέλουν να καπηλευθούν. Δεν είναι σίγουρο ότι θα βρουν ανταπόκριση αλλά δεν αποκλείεται να συναντήσουν ευήκοα ώτα με την ενθάρρυνση της Τουρκίας σε τμήματα της μουσουλμανικής μειονότητας με τα οποία, και σήμερα, συνεργάζεται η Άγκυρα.
2.-Είναι αξιοσημείωτη η αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ ο οποίος διακατέχεται από το άγχος της δικαίωσης: «Αυτοί είναι οι καρποί της Συμφωνίας των Πρεσπών. Φέρνουν χαρά σε όλους όσοι μιλούν τη μακεδονική γλώσσα», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας. Συνεχάρη, βεβαίως, και τους κκ Τσίπρα, επί κυβερνήσεως του οποίου υπεγράφη η Συμφωνία και Μητσοτάκη, προφανώς για την δολιότητα, υπέρ της υπογραφής της Συμφωνίας, της στάσης του. Σημειωτέον ότι ο κ. Τσίπρας περιφέρεται ανά τη Βόρειο Ελλάδα και σε μια δική του αγωνιώδη προσπάθεια να δικαιωθεί με τη Συμφωνία, επαναλαμβάνει το πόσο επιτυχημένη επιλογή ήταν και χειροκροτείται. Αλλά και τα δημοσκοπικά ποσοστά του κ. Τσίπρα στο βορειοελλαδικό χώρο δείχνουν πως η συμφωνία δεν απασχολεί κανέναν. Ούτε το θέμα της γλώσσας δεν θα απασχολήσει. Και η έγερση θέματος μειονότητας θα περάσει, επίσης, αδιάφορα. Όλα αυτά είναι τα προστάδια της κρίσιμης ώρας που «ο μακεδονικός λαός θα απαιτήσει την επανένωσή του». Τότε, κανείς από το σημερινό πολιτικό προσωπικό δεν θα υπάρχει. Το αν η ιστορία θα αποδώσει ευθύνες- και σε ποιους- αυτό θα αφορά τους φοιτητές που θα αποστηθίσουν το μάθημα για να το περάσουν. Αλλά και ο αναθεωρητισμός στην ιστορία είναι σύνηθες φαινόμενο. Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία γίνεται επίμονη προσπάθεια να μας πείσουν πόσο υποστήριζαν την Μεγάλη Ιδέα ο βασιλιάς, ο Γούναρης και ο Μεταξάς. Στην Ελλάδα έχει μπερδευτεί το παραμύθι, η πολιτική σκοπιμότητα και η ιστορία.
3.- Όπως έγραψα στην αρχή αυτού του σχολίου, τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης αδιαφόρησαν παντελώς για την αναπαραγωγή της είδησης. Η είδηση δημοσιεύθηκε σε ορισμένα μέσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Που σημαίνει πως κάποιο κέντρο μεθόδευσε που και πως θα δημοσιευθεί, ώστε οι επιπτώσεις να είναι ελεγχόμενες.
Ενώ η δεοντολογία επιτάσσει, όταν κάνουμε αναφορά σε συνθήκες, συμφωνίες ή νόμους να μεταφέρουμε ακριβώς την διατύπωση που μας ενδιαφέρει, στα πανομοιότυπα δημοσιεύματα υπήρχε η εξής αναφορά: «Σημειώνεται ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η “Μακεδονική” καθορίζεται ρητά ως η επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας όπως αναγνωρίστηκε από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων και ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. “Δεν έχει σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό της Μακεδονίας και δεν έχει σχέση με […]την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά” της Μακεδονίας (άρθρο 7(4)».
Η διατύπωση, όμως, του άρθρου 7 παρ. 4 είναι διαφορετική με πολύ μεγάλη σημασία της διαφορετικότητας. Τι λέει; Επί λέξη τα εξής: «Το Δεύτερο Μέρος (σσ. δηλαδή η Β. Μακεδονία) σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. Τα Μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους».
Μιλάει, δηλαδή, το άρθρο για βόρεια περιοχή του πρώτου μέρους (δηλαδή, της Ελλάδας) και όχι για την περιοχή της Μακεδονίας που ανήκει στην Ελλάδα. Γιατί;
Η Συμφωνία αποφεύγει, επιμελώς, να συνδέσει τη λέξη Μακεδονία με την Ελλάδα.
Όλες οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η Βόρεια Μακεδονία σε μια προσπάθεια να διαχωριστεί ο μακεδονισμός τους από τον πολιτισμό και την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, δεν καταγράφεται ρητά ότι αφορούν την Μακεδονία αλλά τις βόρειες περιοχές του πρώτου μέρους. Και η διάκρισή τους από τον «ελληνικό πολιτισμό» αφορά τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας.
Δηλαδή, η Συμφωνία, με την υπογραφή της Αθήνας, δεν θέλησε να αναγνωρίσει τους Μακεδόνες κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας (αυτής που ανήκει στην Ελλάδα) ούτε καν με την ονομασία της γεωγραφικής περιοχής που ζουν. Αναγνώρισε, όμως, με την ίδια ονομασία (Μακεδόνες και Βόρεια Μακεδονία) τους πολίτες ενός άλλου κράτους.
Οι πολίτες αυτού του κράτους έχουν το σφρίγος να υπερασπίσουν την τεχνητή ταυτότητά τους. Στην Ελλάδα όλοι κουράστηκαν.
Καλόν ύπνο.