Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μετά τους καταστροφικούς πολέμους που εκτός από απώλειες ανθρώπινων ζωών προκάλεσαν και καταστροφές δομών, κτηρίων και μεγάλου μέρους του αστικού ιστού, επικράτησε ένα δημιουργικό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη ή –κατά τον Μορέν– το «μύθο της ανάπτυξης» του λεγόμενου Δυτικού κόσμου.
Στο πλαίσιο της «εικονικής» αυτής ανάπτυξης δόθηκε η εντύπωση πως η επιστημονική πρόοδος σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και τους δυναμικούς ρυθμούς της εκβιομηχάνισης, εξασφάλιζε a priori την προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Ωστόσο, αυτό το πολλά υποσχόμενο οικονομοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης από πολύ νωρίς έδειξε στοιχεία ακαταλληλότητας που βιαστικά έσπευσαν οι υποστηρικτές του να τα αποδώσουν είτε στη θεωρία των «επιβιωμάτων»1 του Taylor είτε στις ίδιες τις τριτοκοσμικές κοινωνίες 2 που λόγω «πολιτιστικής κατωτερότητας» δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου που πρότειναν οι Δυτικές.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, υπήρχαν αποχρώσες ενδείξεις πως αυτό το στενά οικονομοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης που επικεντρώνεται στην αύξηση των οικονομικών δεικτών αδιαφορώντας για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτισμικό-φυσικό περιβάλλον, εκτός από απατηλό (επειδή δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα) ήταν και εξαιρετικά ζημιογόνο. Έτσι, ως αποτέλεσμα αυτής της τυφλής πολιτικής εξυπηρέτησης πολύ «ειδικών» και «ιδικών» συμφερόντων προκλήθηκαν μια σειρά από προβλήματα, όπως η ολοένα και βαθύτερη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, η δημιουργία τρύπας του όζοντος, το φαινόμενο θερμοκηπίου και πλήθος άλλων κακών, ων ουκ έστιν αριθμός.
Εκτός από τις δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, το μοντέλο αυτό είχε καταφέρει να αυξήσει τόσο τις κοινωνικές ανισότητες (προκαλώντας τη διόγκωση της ανεργίας και τη φτωχοποίηση των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων) όσο και τον αφανισμό κάθε είδους πολιτιστικής ιδιαιτερότητας επιβάλλοντας ένα πολιτιστικό προφίλ ίδιο με το κακώς εννοούμενο «Δυτικό» προφίλ της υποκουλτούρας.
Την αμέσως επόμενη δεκαετία, του 1980, το οικονομοκεντρικό πολιτισμικό μοντέλο εγκαταλείπεται ως απαράδεκτο, ακριβώς λόγω της οικονομοκεντρικότητας αλλά και της εθνοκεντρικότητάς του. Ως εναλλακτική αναπτυξιακή πολιτική προτείνεται το λεγόμενο πολιτισμοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης, βάσει του οποίου:
α) η ανάπτυξη δεν συνδέεται μόνο με στενά οικονομικούς όρους αλλά κυρίως με επιτεύγματα στους τομείς της εκπαίδευσης, της ισονομίας και ισοπολιτείας, του δικαιώματος στις υπηρεσίες υγείας, σε καθετί που αφορά εν ολίγοις την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου,
β) ο πολιτισμός αποτελεί τον μείζονα στόχο και σκοπό της ανάπτυξης,
γ) ο πολιτισμός, όχι ως απολιθωμένη παράδοση αλλά ως ζώσα μαρτυρία της κοινωνίας, αποτελεί το μέσο για την επιτυχία του αναπτυξιακού προγράμματος.
Παγκόσμιοι οργανισμοί-θεσμοί όπως ο ΟΗΕ και η UNESCO προσέφεραν τα μέγιστα ώστε η αδιέξοδη και καταστροφική οικονομοκεντρική πολιτική να παραδώσει τη σκυτάλη σε ένα ανθρωποκεντρικό πολιτισμικό μοντέλο ανάπτυξης.
Έτσι η στρατηγική της κάθε χώρας εξιδιασμένα αλλά και ως μέρος ενός μεγάλου συνόλου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, σχεδιάστηκε εκ νέου με γνώμονα τον πολιτισμό, ο οποίος κατά την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι το εκχύλισμα της ψυχής του ανθρώπου.
Σύμφωνα με την UNESCO, η ως άνω προσέγγιση είναι η μοναδική που παρέχει τα εχέγγυα για μια ανάπτυξη βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό, δίκαιη, χωρίς αποκλεισμούς και μεροληψίες. Παράλληλα προτείνει διακρατικές συνεργασίες και τη δημιουργία ενός ολιστικού συστήματος πολιτιστικής διακυβέρνησης που θα βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις κοινές αξίες με σκοπό τη διαφύλαξη της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, υποστηρίζοντας τη δημιουργικότητα, την καινοτομία και την ανάδειξη της δυναμικής των πολιτιστικών τομέων.
Ο πολιτισμικός τουρισμός είναι η πιο δυναμικά εξελισσόμενη μορφή τουρισμού και αποτελεί μοχλό οικονομικής ανάπτυξης των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα της χώρας μας. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Αναρωτηθείτε τι θα ήταν η Ελλάδα σήμερα χωρίς τον πολιτισμό της, χωρίς τους αρχαιολογικούς χώρους της Ακρόπολης, των Αιγών, των Φιλίππων, των Δελφών, της Επιδαύρου, τις Μυκήνες, την Ολυμπία, και άλλα μνημειώδη έργα που γεννήθηκαν από το αθάνατο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Σκεφτείτε τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς το Άγιον Όρος, τα Μετέωρα, τις Βυζαντινές εκκλησιές της Θεσσαλονίκης, τον Μυστρά…
Και τώρα φανταστείτε τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τη βυζαντινή της ψαλτική, χωρίς την πολυφωνική μουσική της Ηπείρου, χωρίς τον ανυπέρβλητο χορό της… τον Πυρρίχιο! Θα ήταν μια χώρα χωρίς ψυχή.
Μια χώρα χωρίς ιστορία που θα έχανε τους δεσμούς της με όλα εκείνα τα δημιουργικά στοιχεία του πολιτισμού της, μια χώρα όπου δεν θα μπορούσαν να γράψουν ποίηση Ελύτες και Σεφέρηδες, που δεν θα ήλπιζε να γεννήσει στο μέλλον τίποτα σπουδαίο. Μια χώρα έρμαιο της παγκοσμιοποίησης η οποία θα ήταν καταδικασμένη σε εξαφάνιση.
Η διαφύλαξη της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η διαφύλαξη της ποικιλομορφίας του πολιτισμού μας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιβίωσή μας. Παραφράζοντας τα λόγια του ποιητή μας «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» θα λέγαμε «Μνημονεύετε απολλώνια λύρα και μνημονεύετε διονυσιακό Πυρρίχιο».
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων