Στη νεοελληνική, η έννοια που όλοι γνωρίζουμε για το επίθετο «στιβαρός» είναι ο ρωμαλέος άνθρωπος, ο δυνατός, και συνεκδοχικά ο σταθερός, ο αποφασιστικός.
Στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, ωστόσο, μαθαίνουμε ίσως κάτι περισσότερο για την προέλευση της λέξης, καθώς μας πληροφορεί ότι στα αρχαία ελληνικά η λέξη σήμαινε «συμπεπιεσμένος, συμπαγής, ισχυρός».
Με βάση αυτό, η πρώτη ερμηνεία που δίνει στο λήμμα ο Άνθιμος Παπαδόπουλος είναι (η γνωστή) «δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος», και συνεχίζει ως εξής:
2) Δύσκολος, δυσχερής: Στιβαρόν δουλεία. 3) Αφόρητος, ανυπόφορος: Στιβαρόν παιδίν. 4) Χαλεπός: Στιβαρόν αρρωστία. Στιβαρόν νύχτα.
Ως προς το ρήμα «στιβαρύνω», η ερμηνεία που βρίσκουμε είναι «Βαριέμαι, οκνώ: Το παιδίν στιβαρύν’ και ’κί θέλ’ να πάη ’ς σο σχολείον».