«Πάνω απ’ όλα, είμαι χορτασμένη», είχε πει σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις η Άννα Συνοδινού, δίνοντας μέσα σε ελάχιστες λέξεις το στίγμα της ζωής της. Μια ζωή με θριάμβους, επιτυχίες αλλά και δυσκολίες και απώλειες και θυσίες. Και επειδή όλα ξεκινάνε από την οικογένεια, από όσα είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις της, προερχόταν από αυτό που λέμε σπίτι με σωστές βάσεις.
«Οι δικοί μου ήταν άνθρωποι σεμνοί, σοφοί, αγνοί. Δεν ήταν αχόρταγοι, όπως συμβαίνει στη σημερινή εποχή. Φτάνουν όσα έχω και περισσεύουν. Όσα μου έδωσαν το σπίτι μου και οι άνθρωποι που με έφτιαξαν στο θέατρο. Οι άνθρωποι εκείνοι που έφτιαχναν πολιτισμό».
Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος;
Σαν σήμερα το 1927, στο σπίτι της οικογένειας Συνοδινού στο Λουτράκι, ερχόταν στο κόσμο το 8ο παιδί τους. Ο πατέρας της Ιωάννης Συνοδινός, καταγόταν από την Αμοργό και παντρεύτηκε την Ιταλίδα Ιωάννα Λουίζου Πιστόνο. Η μικρή Άννα, στα 12 της, είχε αποφασίσει να γίνει «Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος», όπως αναφέρει στο βιβλίο της Αίνος στους Άξιους.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο το 1947, είχε πάρει την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Απόφαση που πήρε όταν άρχισε να παρακολουθεί παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο με τον Θάνο Κωτσόπουλο, φίλο της οικογένειάς της. «Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως “πνεύμα” στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός», γράφει στο βιβλίο της.
Το 1947, γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με καθηγητή τον μέγα Δημήτρη Ροντήρη. Ο τελευταίος πρόσεξε αμέσως το ταλέντο της και την ανέβασε στο σανίδι, αν και μαθήτρια ακόμη, στο έργο Σιρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν Ροστάν, που σκηνοθέτησε ο ίδιος για το Εθνικό Θέατρο, το 1948.
Μετά την αποφοίτησή της έπαιξε σε παραστάσεις του ελεύθερου θεάτρου και από το 1956 έως το 1964 αποτέλεσε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, δίπλα στην Κατίνα Παξινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και του νεότερου κλασικού ρεπερτορίου.
Παραιτήθηκε ξαφνικά το καλοκαίρι του 1964 από το Εθνικό Θέατρο διαφωνώντας με τη νέα διοίκησή του. Παρά το γεγονός ότι παρενέβη ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος την κάλεσε στο Καστρί, η Άννα Συνοδινού δεν επέστρεψε. Προτίμησε να ξεδιπλώσει το δικό της όνειρο που ήταν η εξασφάλιση μιας «θεατρικής κόγχης» στην περιοχή της πρωτεύουσας.
Εκεί ψηλά στο Λυκαβηττό
Ένα από τα οραματά της, ήταν να κάνει στην Αθήνα κάτι εφάμιλλο με την Επίδαυρο, στην σκηνή της οποίας είχε γράψει ιστορία με τις ερμηνείες της. Έτσι λοιπόν σε συνεργασία με τον ΕΟΤ φτιάχνουν το θέατρο στο νταμάρι του Λυκαβηττού. Η Άννα Συνοδινού που θα χρησιμοποιούσε το θέατρο, αναλάμβανε να εξοφλήσει τη δαπάνη με τον αναλογούντα τόκο. Δεν έδωσε το όνομά της στο θέατρο, αλλά προτίμησε την επωνυμία «Θέατρον Λυκαβηττού» το δε καλλιτεχνικό της συγκρότημα το ονόμασε «Ελληνική Σκηνή». Το ήθος που λέγαμε στην αρχή.
«Σκοπός της δημιουργίας του συγκροτήματος αυτού είναι να υπηρετήσει ότι είναι ελληνικό», δήλωνε η μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Όλα καλά, αλλά όταν κάποιος μπλέκει με το δημόσιο αρχίζουν τα θέματα. Δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις, κυρίως από ανθρώπους του θεάτρου, που έκαναν λόγο για μεροληπτική και σκανδαλώδη μεταχείρισή της. Ακόμη περισσότερο διότι τόσο ο θίασος όσο και παραστάσεις της συμπεριλήφθηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Ωστόσο η θέλησή της δεν υπέκυψε στις δυσκολίες. Η Άννα Συνοδινού με τον θίασό της εμφανίσθηκαν στο Θέατρο Λυκαβηττού τη θερινή περίοδο 1965 και 1966. Στο μεταξύ το θέατρο το χρησιμοποιούσαν για πρόβες διάφορα συγκροτήματα που πραγματοποιούσαν εμφανίσεις στο Ηρώδειο.
Τα χρόνια της χούντας και η πολιτική
Διαφωνώντας με το στρατιωτικό καθεστώς, σταμάτησε τις παραστάσεις στον Λυκαβηττό, στα τέλη 1967. Η τελευταία της παράσταση ήταν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους. Το 1970 ανταποκρίθηκε σε αίτημα του ΕΟΤ και παρέδωσε το θέατρο. Τα χρόνια της δικτατορίας, έως το 1972, διέκοψε διαμαρτυρόμενη κάθε δραστηριότητα στο θέατρο, κατασχέθηκε μάλιστα τότε ακόμη και το διαβατήριό της, ενώ εκείνη γνωρίζοντας από δυσκολίες, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εισαγωγική-εξαγωγική εταιρεία του συζύγου της.
Στη μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1975 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (1977-1981) καθώς και δημοτική σύμβουλος Αθηναίων με το συνδυασμό «Νέα Εποχή» του Μιλτιάδη Έβερτ.
Από το βουλευτικό της αξίωμα παραιτήθηκε το 1990 κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και εξαιτίας ενός πανό που ύψωσε μέσα στη Βουλή, η βουλευτής των Οικολόγων Μαρίνα Δίζη.
Αυτά που μένουν
Από το 1956 ήταν παντρεμένη με τον καπνέμπορο και πρωταθλητή Γιώργο Μαρινάκη. Γνωρίστηκαν το 1951 και έμειναν μαζί έως το 2009 που «εκείνος» έφυγε στα 88 του χρόνια. «Εγώ είχα τη δύναμη να είμαι με έναν άντρα που με λάτρεψε, είχα την υγεία μου, ένας καρκίνος ευτυχώς πέρασε, είχα την κοινωνία που επίσης με λάτρεψε. Έκανα πολλές θυσίες. Έχασα τρία παιδιά στις αρένες της Επιδαύρου και της σκηνής. Πέρασα πολλά, αλλά ήταν μέσα στα καθήκοντά μου».
https://www.youtube.com/watch?v=4od3NpmlUrA
Πιστή στις ιδέες της , μεγάλη ηθοποιός, σπουδαία δασκάλα, άνθρωπος που δεν κρύφτηκε ποτέ πίσω από την ιστορία της ή την ηλικία της, παρακολουθούσε τα πάντα από τον καλλιτεχνικό χώρο, ενώ υπερασπίστηκε με ζήλο θέματα γλώσσας, καλλιτεχνικής παιδείας και πολιτισμού. Τιμήθηκε με σημαντικές ελληνικές και ξένες διακρίσεις και υπήρξε ευεργέτης του Συλλόγου των Αθηναίων.
Ναι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε άλλες εποχές που κυριαρχούσαν άλλες αξίες. Η ίδια όμως ποτέ δεν απαξίωσε τα χρόνια και την εποχή της. Πίστευε ότι παντού και σε όλες τις εποχές και τους χώρους, υπήρχαν σπουδαίοι άνθρωποι που θα έπρεπε να αναδειχτούν. Και αυτό λέγεται γενναιοδωρία ψυχής και ανθρώπου.
https://www.youtube.com/watch?v=31Wkl59p8MI
Σπύρος Δευτεραίος