Στο κλασικό πλέον βιβλίο Τοπάλ Οσμάν, ο Γ.Ν. Λαμψίδης επιφυλάσσει ιδιαίτερη αναφορά στον Δημήτριο Κουτσογιαννόπουλο και τη συμμετοχή του στο αντάρτικο, στην ομάδα του Βασίλ αγά.
Με τίτλο κεφαλαίου «Ένας καθηγητής στα βουνά», ο συγγραφέας μεταφέρει τις αναμνήσεις που ο Κουτσογιαννόπουλος αποτύπωσε στο αυτοβιογραφικό Ανάμεσα στους αντάρτες του Πόντου το 1936, στο οποίο μιλά για την άνοδό του στα βουνά του Πόντου.
Ο κ. Κουτσογιαννόπουλος δεν είναι ποντιακής καταγωγής, αλλά έμεινε τόσο ενθουσιασμένος από τη ζωή του στον Πόντο, όπου εργάσθηκε σαν καθηγητής Μουσικής στα γυμνάσια Αμισού, Τραπεζούντος και αλλού, και τόσο αγάπησε τον ζωντανό και λεβέντη αυτόν λαό, ώστε σήμερα κανείς δεν τον ξεχωρίζει από Πόντιο και φυσικά και ο ίδιος θέλει να λέγεται Πόντιος. Η πολύχρονη δράση του, η αγάπη του για τη διάδοση της ποντιακής μουσικής και των ποντιακών χορών τον έκανε αγαπητό σ’ όλους μας.
Ο Κουτσογιαννόπουλος, νέος πια, στα 1916, όταν άρχισαν οι διώξεις εναντίων των Ελλήνων, ήταν στην Αμισό. Δεν μπορούσε όμως να ανεχθεί το φοβερό δράμα των συμπατριωτών του και μια μέρα, μαζί με τον φίλο του Λάζαρο Μελίδη είπαν το μεγάλο «ναι» και ανέβηκαν στα «ελεύθερα βουνά». Εκεί συνάντησαν την ομάδα του Βασίλειου Ανθόπουλου, του Βασίλ αγά, στην οποία εντάσσονται.
«Φθάσαμε σ’ ένα λόφο» γράφει ο Κουτσογιαννόπουλος μεταξύ των άλλων, «και εκαθήσαμε να ξεκουρασθούμε. Εκεί που ησυχάζαμε από τις τυραννικές πορείες, οι αντάρτες μάς φέρνουν στον οπλαρχηγό μας δυο μικρά ξανθά Τουρκόπουλα, που τα είχαν πιάσει στο δρόμο…
»Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν τρομαγμένα. Στην ερώτηση των ανταρτών, ο Βασίλ αγάς δίνει τη συνηθισμένη απάντηση: να τα σφάξουν!
»Για μια στιγμή η ψυχή μου επανεστάτησε, και με φωνή που πήρε ιδιαίτερο τόνο, λέγω στον οπλαρχηγό μας.
»—Βασίλ αγά, τα παιδιά αυτά μην τα σκοτώνης, τι φταίνε;
»Κάποιο χαμόγελο πέρασε από το συννεφιασμένο πρόσωπο του αρχηγού.
» —Καλά, είπε, ας γίνει ο λόγος σου.
»Τα παιδιά σώθηκαν. Τα Τουρκόπουλα είχαν καταλάβει όλη αυτή τη σκηνή. Τα πλησίασα, τα χάιδεψα και τα είπα να φύγουν… Τα χείλη των παιδιών κάτι ψιθύρισαν. Στο αθώο πρόσωπό τους ήταν ζωγραφισμένη η ευγνωμοσύνη…».
Ο Κουτσογιαννόπουλος ακολουθώντας τους αντάρτες έφτασε στο Ελέσκιοϊ.
«Συγκεντρωμένοι οι οπλαρχηγοί», γράφει ο κ. Κουτσογιαννόπουλος, «συζητούσαν το πάρσιμο της Φάτσας…
»Οι τουρκικές Αρχές δεν άργησαν να πληροφορηθούν πως ένα δυνατό ανταρτικό σώμα Ποντίων παρουσιάσθηκε στην περιοχή Οινόης και Φάτσας. Και άρχισαν να μας κυνηγούν…
»Ο σκοπός μας ήταν να μπούμε στην Τάβλα, ν’ αρπάξουμε τα καΐκια που ήταν στο γιαλό και μαζί μ’ αυτά να φθάσουμε στην Τραπεζούντα.
»Η εμφάνισή μας στην Τάβλα εσκόρπισε τον πανικό και τη σύγχυση ανάμεσα στους Τούρκους, που όλοι έτρεχαν προς εμάς φωνάζοντας: “Αλλάχ, Αλλάχ… τεσλίμ, τεσλίμ” (Θεέ μου, Θεέ μου, παραδινόμαστε).
»Κατεβήκαμε όλοι στην παραλία. Ο Βασίλ αγάς μάς διατάσσει να ρίξουμε στη θάλασσα τα καΐκια που ήταν στην αμμουδιά…
»Έριξαν μόνο ένα καΐκι και μπήκαμε μέσα 30 αντάρτες με έναν Τούρκο αιχμάλωτο, ανεβάσαμε τα πανιά και τραβηχτήκαμε στη θάλασσα περιμένοντας τους άλλους…
»Τη στιγμή εκείνη έφθασαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Τα βόλια τους έπεφταν πάνω μας βροχή… Είχαμε σχεδόν κυκλωθή. Ο Βασίλ αγάς με πενήντα αντάρτες επιτίθεται, ανοίγει ρήγμα στον τουρκικό κλοιό και κατορθώνουν να φύγουνε. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν είκοσι και από τους δικούς μας δέκα…».
Ύστερα από πολλές περιπέτειες, με το ένα καΐκι που ξέφυγε ο κ. Κουτσογιαννόπουλος και άλλοι έφθασαν στην Τραπεζούντα…
Οι αντάρτες του Βασίλ αγά πήγαν σε άλλα σημεία και έδωσαν διάφορες μάχες εναντίων των δολοφονικών συμμοριών που λυμαίνονταν την περιοχή.