Το Εγγλεζονήσι είναι ένας άγνωστος τόπος για τους πολλούς, είναι όμως μια αλησμόνητη πατρίδα, με όνειρα και αναμνήσεις για τους ανθρώπους που έζησαν εκεί και αναγκάστηκαν από τους Τούρκους να ξεριζωθούν και να αναζητήσουν καινούργιους τόπους για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Κράτησαν στα βάθη της ψυχής τους ό,τι καλύτερο και ομορφότερο είχε το νησάκι τους, και το μετέφεραν στις καινούριες πατρίδες, τον Πειραιά και τον Βόλο. Και έφτιαξαν συλλόγους που μέσα τους έκρυψαν καθετί πολύτιμο που κατάφεραν να φέρουν από τον τόπο καταγωγής τους.
Ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Εγγλεζονησίων Νέας Ιωνίας Βόλου» είναι η ψυχή των προσπαθειών για να συντηρηθεί όλο αυτό το σκηνικό. Ακόμα και σήμερα, 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα μέλη του ζουν και αναπνέουν για τον υπέροχο, όπως λένε, τόπο τους που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν.
Ο σύλλογος αυτός, που συμμετέχει ανελλιπώς σε όλες τις παρελάσεις και τις εκδηλώσεις στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας, έχει μεγάλη ιστορία αφού ιδρύθηκε το 1925 ως Σύλλογος Εγγλεζονησιωτών και Βουρλών «Άγιος Νικόλαος» και εξελίχθηκε το 1932 ως ο πρώτος Σύλλογος Λιμενεργατών Βόλου, καθώς οι περισσότεροι εργαζόμενοι προέρχονταν από το ιστορικό νησάκι που είχαν υποχρεωτικά εγκαταλείψει.
Δύσκολοι καιροί, τραγικές εποχές, αλησμόνητες πατρίδες και άνθρωποι που έμειναν πίσω στη Μικρά Ασία και δεν γύρισαν ποτέ.
Ο σύλλογος όμως είχε έναν σκοπό: Να κρατήσει ενωμένο τον κόσμο που ζούσε την προσφυγιά, να εμψυχώσει ανθρώπους, να ενώσει οικογένειες, να στηρίξει όσο μπορούσε τους ανήμπορους, αλλά και να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες από τη χαμένη πατρίδα. Και φαίνεται πως τα κατάφεραν.
Η Ουρανία Σταματιάδου, πρόεδρος του Συλλόγου Εγγλεζονησίων, πασχίζει για το καλύτερο. Και αφού άνοιξε την πόρτα του συλλόγου, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Ηλία Παπαδημητρίου: «Είμαι μάλλον μεταξύ της 4ης και της 5ης γενιάς από τους ανθρώπους εκείνους. Αν και έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια από τον ξεριζωμό, νομίζουμε ότι ζούμε και αναπνέουμε στον τόπο καταγωγής μας. Ήταν ένα καταπράσινο νησάκι στον κόλπο της Σμύρνης, το οποίο τα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Δρυμούσα. Το νησί μας ήταν πάντα φημισμένο για τη ναυτοσύνη των ανθρώπων του, αφού οι περισσότεροι από τους 2.500 αποκλειστικά Έλληνες κατοίκους του, προέρχονταν ή συνδιαλέγονταν με τις Οινούσσες και τη Χίο και όργωναν με τα καΐκια τους όλες τις θάλασσες της εποχής. Δυστυχώς δεν έχει υπάρξει ή διασωθεί καμία φωτογραφία από εκείνο τον ευλογημένο τόπο».
Και συνεχίζοντας η πρόεδρος, που η κάθε λέξη της έσταζε μέλι για τον τόπο καταγωγής της και ας μη τον γνώρισε ποτέ, συμπλήρωσε: «Όλοι σχεδόν ήταν καϊκτσήδες, δηλαδή καραβοκύρηδες, είχαν γνώση και άποψη για τον “έξω κόσμο” και έφερναν πλούτο και καλούδια στο νησί μας. Πολλοί ταξίδευαν στον Βόλο και τον Πειραιά (τα δύο μεγάλα λιμάνια της εποχής) με τα εμπορεύματά τους και γνώριζαν τις προοπτικές. Κάποιοι από το 1914, τότε που άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετοίκησαν στον Βόλο, και όταν το 1922 αναγκάστηκαν όλοι οι Έλληνες να εγκαταλείψουν την πατρώα γη, ο Βόλος ήταν η πρώτη και καλύτερη επιλογή τους, αφού ήδη υπήρχε πυρήνας συμπατριωτών για τη στήριξή τους. Οι Εγγλεζονησιώτες ήταν αυτοί που έβαλαν πλάτη και αναμόρφωσαν το λιμάνι του Βόλου και εκτόξευσαν την εμπορική του δραστηριότητα. Είχαν ανοιχτά μυαλά, ήταν προοδευτικοί και πάντα αισιόδοξοι. Οι Εγγλεζονησιωτες, μαζί με τους Σμυρνιούς, έφεραν στον Βόλο τις συνήθειές τους. Αυτοί έστησαν τα περίφημα τσιπουράδικα που καθιερώθηκαν πια σαν τα καλύτερα μεζεδοπωλεία της Ελλάδας. Εγγλεζονησιώτες, Αγνουσιώτες και Χιώτες, ως εξαιρετικοί ναυτικοί, έστησαν και δημιούργησαν την αξεπέραστη ελληνική ναυτιλία που μεγαλουργεί σε όλο τον κόσμο».
Όλος ο χώρος αποπνέει, ακόμα και σήμερα, το μεγαλείο του παρελθόντος. Ο σύλλογος πρωτοστατεί, ψάχνει και συλλέγει το καθετί που μπορεί να αφορά το νησί τους.
Ακόμη και σήμερα δεν έχει λυθεί οριστικά η προέλευση του ονόματος. Η πλέον πιθανή εκδοχή για την ονομασία του νησιού είναι πως προέρχεται από παραφθορά της λέξης «Αικλαζομενήσια», ονομασία που σχετίζεται με τις αρχαίες Κλαζομενές που βρίσκονταν στην απέναντι κοντινή ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, το νησί δόθηκε στους Κλαζομενίους το 188 π.Χ., και με το πέρασμα των αιώνων τα Αικλαζομενήσια παραφράσθηκαν σε Εγγλεζονήσια, αφού υπάρχουν ακόμα τρεις μικρές νησίδες στην περιοχή.
Ο γραμματέας του συλλόγου Μανώλης Καραβανάκης, τρίτης γενιάς Εγγλεζονησιώτης, ο άνθρωπος που μαζεύει στοιχεία και φωτογραφίες και συσπειρώνει τους απογόνους του νησιού, μεταξύ άλλων είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «κρατάμε όσο περισσότερο μπορούμε τις παραδόσεις. Είμαστε εύθυμοι άνθρωποι. Από τη φύση μας αισιόδοξοι. Έχουν καταπιαστεί με τον πολιτισμό μας και την ιστορία μας σπουδαίοι ερευνητές και συγγραφείς και έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Στο Εγγλεζονήσι ζούσαν ως το 1922 πάνω από 2.500 Έλληνες. Τότε τα γράμματα και οι σπουδές ήταν για τους προύχοντες. Ο δάσκαλος του νησιού ήταν ο Θεμιστοκλής Παπαδημητρίου, που είχε νυμφευθεί τη Σοφία Φατσή, κόρη μεγάλου καραβοκύρη με μεγάλη περιουσία, οι οποίοι όμως χάθηκαν στην Καταστροφή.
»Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, που βρήκαμε και φωτογραφία του, ήρθε στην Ελλάδα, έζησε στον Πειραιά και στον Βόλο και έμαθε “γράμματα” σε όλους τους Εγγλεζονησιώτες ως το 1965 που έφυγε από τη ζωή».
Όλοι οι Εγγλεζονησιώτες εγκαταστάθηκαν γύρω από τον Άγιο Διονύση στον Πειραιά και ακόμη περισσότεροι γύρω από την Ευαγγελίστρια στη Νέα Ιωνία του Βόλου, μαζί με 17.000 Σμυρνιούς που ήρθαν πρόσφυγες στην περιοχή. Μαζί ίδρυσαν και την αγαπημένη τους ποδοσφαιρική ομάδα της «Νίκης Βόλου» που υφίσταται μέχρι σήμερα, και που σε δύο χρόνια συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυσή της.
Κανείς δεν μπορεί να επισκεφθεί σήμερα το Εγγλεζονήσι, αφού αποτελεί ναυτική βάση του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού και υπάρχει μόνο στις μνήμες των ανθρώπων που μεταδίδουν την αγάπη τους από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά…