14 Νοεμβρίου 1949. Στον Πειραιά, και συγκεκριμένα στην Καστέλα, ήρθε στον κόσμο ο Ευάγγελος Γεωργουλόπουλος. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του στη μουσική και έτσι στα 11 του η μητέρα του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, Όπως καταλάβατε, από εκεί ξεκινάει η ιστορία του Βαγγέλη Γερμανού.
Αθήνα-Θεσσαλονίκη και ανοιχτοί λογαριασμοί
Πρώτο δάσκαλο είχε τον Δημήτρη Γκόγκο (Μπαγιαντέρα). Δηλαδή λαϊκά ακούσματα σε μια εποχή που γεννούσε μουσική. Και ναι, ο νεαρός Βαγγέλης γοητεύθηκε από τους Δυτικούς ήχους, και στην εφηβεία του είχε φτιάξει το δικό του ροκ συγκρότημα στον Πειραιά, με τον τίτλο Candles (ελληνιστί Κεριά).
Ευτυχώς για τον ίδιο και την οικογένειά του, ο Βαγγέλης είναι άσος στα μαθηματικά. Μετά το Γυμνάσιο, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί φοίτησε στο Τμήμα Μαθηματικών του ΑΠΘ για έναν χρόνο – τον επόμενο πήρε μετεγγραφή για την Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές του.
Παράλληλα σπούδαζε κιθάρα και θεωρητικά. Ξεκίνησε την καριέρα του στο τραγούδι το 1972 με το συγκρότημα του Διονύση Σαββόπουλου, παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα και τζουρά, και ερμηνεύοντας στο Βρώμικο ψωμί. Έτσι άρχισε να εργάζεται παράλληλα ως μουσικός. Αλλά σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε από τη μουσική.
«Τότε, από το 1974 και έπειτα, επικρατούσε ή το σκυλάδικο ή το αντάρτικο. Έφυγα, πήγα και στρατό, αλλά αυτό το πράγμα, το τραγούδι, φαίνεται πως σε επιλέγει και δεν το επιλέγεις. Από το 1971 έως το 1981 είχα γράψει πολλά κομμάτια. Κάποια μάλιστα τα έπαιζα πριν βγει ο Νιόνιος στο “Κύτταρο” ή στο “Ροντέο”, και από τότε είχαμε συμφωνήσει να με βοηθήσει να τα δισκογραφήσω, αρχές του ’70. Εγώ όμως σαν να είχα αποφασίσει να αποσυρθώ», είχε δηλώσει για την εποχή πριν από το ντεμπούτο του.
Στις αρχές του 1981 ο Βαγγέλης Γερμανός είναι πατέρας μιας κόρης και έχει ανοίξει φροντιστήριο στο Γαλάτσι όπου διδάσκει μαθηματικά. Ήρεμα πράγματα δηλαδή.
Το σπουδαίο ντεμπούτο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Διονύσης Σαββόπουλος όχι μόνο ηχογραφούσε στη Lyra του σπουδαίου Αλέκου Πατσιφά, αλλά έστηνε και παραγωγές άλλων καλλιτεχνών. Μία από αυτές ήταν και Η εκδίκηση της γυφτιάς, το τόσο επιδραστικό άλμπουμ των Ξυδάκη-Ρασούλη, με τη συμμετοχή του Νίκου Παπάζογλου.
Την τεράστια επιτυχία την πιστώθηκε και ο Σαββόπουλος, ο οποίος ακολούθως πρότεινε κάτι διαφορετικό, πιο… χαμηλόφωνο, με μικρά φλερτ με την ποπ. Τα Μπαράκια του Βαγγέλη Γερμανού κυκλοφόρησαν το 1981 και έγιναν τεράστια επιτυχία (ήταν και η εποχή που άλλαζε).
Και ο τραγουδοποιός βρέθηκε να απολαμβάνει λατρεία εφάμιλλη με αυτή ενός ροκ σταρ (χωρίς βέβαια τις Δυτικές εξαλλοσύνες).
Εκείνος ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια που μέχρι και σήμερα ακούγονται και θεωρούνται κλασικά. Ακόμα και τα πιο… ελαφριά ακούσματα, όπως το ντουέτο με την κόρη του:
Ο ροκάς και ο τροβαδούρος πάνε κρουαζιέρα
Η δεκαετία του ’80, λοιπόν, ήταν του Βαγγέλη Γερμανού. Με ένα έξοχο μπαλαντζάρισμα μεταξύ ροκ και μπαλάντας έφτιαξε μοναδικά τραγούδια, λίγο κόντρα στην εποχή. Όμως αγαπήθηκαν από τον κόσμο.
Από την κλασική «Κρουαζιέρα»:
https://www.youtube.com/watch?v=cv_h33NmQnI
…μέχρι τον… αλήτικο «Δραπέτη»:
Το 1985 –προς έκπληξη όλων– ο Βαγγέλης Γερμανός πρωταγωνίστησε σε μια διαφορετικού τύπου ταινία, το Βαριετέ του Νίκου Παναγιωτόπουλου:
Η δεκαετία του 1980 έκλεισε με το αθώο, αλλά τόσο έξυπνο, «Γιούπι για» (οι στίχοι αξίζουν την προσοχή).
Ο δικός μας άνθρωπος
Με αρκετές εμφανίσεις ως μουσικός σε επιλεγμένες σκηνές, αλλά και ως ηθοποιός, ο Βαγγέλης Γερμανός όχι μόνο άντεξε, αλλά εξακολουθεί να δίνει το παρών. Χαμηλόφωνα, από το δικό του «στρατόπεδο» που δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις.
«Είμαι μεγαλούτσικος. Μετά τα 50 μου υπήρχε τεράστια διαφορά, βλέπεις τη ζωή από την πίσω πλευρά» έχει δηλώσει.
Αναφερόμενος στο σοβαρό πρόβλημα που πέρασε με την υγεία του, είπε: «Έκανα εγχείρηση κήλης κάποια στιγμή, και γράφτηκε ότι έπαθα καρδιακό επεισόδιο και πήγα να πεθάνω. Οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα περνάει κάνεις του αφήνει κουσούρια, μαθαίνεις να ζεις με αυτά. Τώρα πια τραγουδάω καθιστός».
Όσο για το κίνημα MeToo, δεν δίστασε να πει: «Όσοι καταγγέλθηκαν στο MeToo είναι ένα καλό παράδειγμα υποκριτών. Παλιοτόμαρα και πριν ήταν».
Ο Βαγγέλης Γερμανός κράτησε τη γλύκα και την τρυφερότητα που κυριαρχούσε από τα πρώτα του τραγούδια. Δεν μπήκε στο τριπάκι της κομματικής σημαίας –όπως πολλοί της εποχής του–, δεν μάθαμε παρά απειροελάχιστα για την προσωπική του ζωή, ενώ για τις γενιές που μεγάλωσαν τα τραγούδια του είναι πάντα εδώ. Και δεν επηρεάζονται από μόδες και τρεντ.
Σπύρος Δευτεραίος