Όπως όλες οι μεγάλες προσωπικότητες, έτσι και ο Αλέξης Μινωτής έχει τους επικριτές αλλά και τους ανθρώπους που τον θεωρούν κορυφαίο – αλλά και τον δημιουργό που άλλαξε το ελληνικό θέατρο. Πού βρίσκεται η αλήθεια και πού η υπερβολή; Η ουσία είναι ότι έζησε μια μυθιστορηματική ζωή και ότι ήταν πάνω στη σκηνή μέχρι τα 89 του, έναν χρόνο δηλαδή πριν από το θάνατό του, στις 11 Νοεμβρίου 1990. Ήταν 90 ετών.
Ο Μινωτάκης που έγινε Μινωτής
Γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Κρήτη, και από μικρός είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Στα 15 του δημοσίευσε κάποια ποιήματά του, αλλά για να μην γίνει αντιληπτός από την οικογένειά του, που δεν ήταν και τόσο της τέχνης, άλλαξε το επίθετό του. Και από Μινωτάκης, έγινε Μινωτής.
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο διορίστηκε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα Χανίων. Το 1921, αφού είχε εκπληρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ακολούθησε τον περιοδεύοντα θίασο του Βεάκη και του Νέζερ που ανέβαζαν τον Οιδίποδα Τύραννο. Για να αντιμετωπίσει τις έντονες οικογενειακές αντιρρήσεις, ο Αλέξης έκοψε –επίσημα αυτήν τη φορά– το όνομά του, και για πολλά χρόνια ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του.
Στην Αθήνα εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και για πολλά χρόνια συνυπήρξε ως ηθοποιός με τον Μήτσο Μυράτ, τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Βασίλη Λογοθετίδη, κάτω από τη εποπτεία της μεγάλης ηθοποιού. Έπαιξε τα πάντα – από φάρσες έως μελοδράματα και από Αριστοφάνη έως τραγωδία. Στην τραγωδία ευδοκίμησε από νωρίς, και συχνά, όσο κατακτούσε τη θέση του στη συντεχνία, αρνιόταν να υπηρετήσει το εμπορικό ρεπερτόριο στο οποίο κατέφευγε ο θίασος, χάριν του ταμείου.
Πολίτης του κόσμου
Στη δεκαετία του 1930 ο Μινωτής ήταν ηθοποιός πρώτης γραμμής. Το 1936 σπούδασε με κρατική υποτροφία στην Αγγλία και τη Γερμανία,. Η ευρωπαϊκή του σπουδή τον οργάνωσε ως ηθοποιό και τον προίκισε με μια τεχνική που υπήρξε ο εξοχότερος κάτοχός της, την εξπρεσιονιστική, μια τεχνική έντονων φωτοσκιάσεων, όπου η μορφή προηγείται του περιεχομένου. Μάλιστα το 1939 υποδύθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα τον Άμλετ, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Το 1941 συνελήφθη από τους Γερμανούς, οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, δραπέτευσε και κατέφυγε στη Χίο, συνελήφθη εκ νέου και φυλακίστηκε. Το 1942 διέφυγε στην Τουρκία, στο Κάιρο, και από εκεί, με διπλωματικό διαβατήριο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε εγκατασταθεί μετά από περιπέτειες η Παξινού. Με την τελευταία είχαν παντρευτεί το 1940, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω.
Έως το 1950, το ζευγάρι έζησε κυρίως στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, έλαβαν μέρος σε αντιπολεμικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις κι ενέργειες, και εμφανίστηκαν στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Και μπορεί το 1944 η Κατίνα Παξινού να κέρδισε Όσκαρ –και να παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική Ελληνίδα ηθοποιός που έχει πάρει το χρυσό αγαλματίδιο–, αλλά η καριέρα του Μινωτή στις ΗΠΑ δεν εκτοξεύτηκε. Το αντίθετο. Θεωρήθηκε πολύ υπερβολικός, με πολύ κακή προφορά αγγλικών για το αμερικανικό θέατρο, ενώ οι όποιες προσπάθειες να παίξει στο σινεμά, δεν πέρασαν στην ιστορία.
Η πιο γνωστή ήταν το Νοτόριους του Αλφρεντ Χίτσκοκ, όπου υποδυόταν τον μπάτλερ.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, οι σχέσεις του με το εξωτερικό σχεδόν τελείωσαν. Μόνο το 1957 έπαιξε στο χολιγουντιανό Το παιδί και το δελφίνι, που γυρίστηκε στην Ύδρα, ενώ το 1958 σκηνοθέτησε τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι για την Dallas Civic Opera, με τη Μαρία Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι επαναλήφθηκε στο Λονδίνο, το Μιλάνο, και στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου το 1961.
Ο μεγάλος έρωτας
Ο Αλέξης Μινωτής και η Κατίνα Παξινού γνωρίστηκαν το 1928. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η Παξινού ξεκίνησε τη συνεργασία της με το θίασο Κοτοπούλη στο έργο του Ανρί Μπατάιγ Η γυμνή γυναίκα. Είχε ήδη παντρευτεί τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, η μία εκ των οποίων πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Και μπορεί να χώρισε με τον Παξινό, όμως κράτησε το επίθετο για το υπόλοιπο της καλλιτεχνικής της πορείας.
Για την ιστορία, το πατρικό της ήταν Κωνσταντόπουλου.
Το 1931 προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσίαζε σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: Πόθοι κάτω από τις λεύκες του Ευγένιου Ο’ Νιλ, Ο πατέρας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, Ο θείος Βάνιας του Τσέχοφ. Τον Μάρτιο του 1940 παντρεύτηκαν στην Αθήνα, και αμέσως μετά εκείνη έφυγε για το Λονδίνο.
https://www.youtube.com/watch?v=0ZzDKCOsf0A
Όταν βρέθηκαν μαζί στις ΗΠΑ δεν χώρισαν παρά μόνο με το θάνατο της Παξινού. Ναι, ήταν μια εκρηκτική σχέση. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι ο Μινώτης ήταν –εν γνώσει του– πιο κάτω από την Παξινού. Και αυτή η θέση τον είχε κάνει παράξενο.
Υπήρξε μυθική η τσιγκουνιά του, σε αντίθεση με τη γυναίκα του που ήταν η επιτομή της σπάταλης.
Το φινάλε της σχέσης τους υπήρξε δραματικό. Ο μέγας Μινωτής είχε πέσει γονατιστός και παρακαλούσε για ένα θαύμα. Που δεν ήρθε. Η σπουδαία ηθοποιός «έφυγε» στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
Όλα τα μετά
Τον Οκτώβριο του 1974 ο Μινωτής ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, θέση την οποία διατήρησε έως το 1980, οπότε έγινε πρόεδρος του ΔΣ της κρατικής σκηνής. Από το 1974 και έως το τέλος της ζωής του συνέχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία από τη σκηνή του Εθνικού. Η τελευταία του ερμηνεία ήταν ο ρόλος του Αβραάμ στη Θυσία του Αβραάμ.
Ο ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, εγγονός της Κατίνας Παξινού που μεγάλωσε γνωρίζοντας ως παππού τον Αλέξη Μινωτή, σε συνεντεύξεις του μετά το θάνατο του, δεν λέει καθόλου καλά λόγια. Λέει ότι μετά το θάνατο της γιαγιάς του πήγε στα δικαστήρια τον Αλέξη Μινωτή για τα χρήματα που έπρεπε να πάρει η οικογένεια της Παξινού. «Ο Μινωτής ήταν μέγας καλλιτέχνης αλλά πολύ μικρός και μίζερος άνθρωπος», έχει πει χαρακτηριστικά.
Από την άλλη, οι κριτικές της δεκαετίας του ’80 έκαναν λόγο για έναν επίμονο, αλλά όχι μεγάλο ηθοποιό. Ναι, ήταν συγκινητικό που έπαιζε ακόμα στα 89 του, και δη στο θέατρο. Αλλά ήταν μεγάλη ερμηνεία αυτό που έβλεπαν οι θεατές; Ευτυχώς που το καλλιτεχνικό παρελθόν δεν σηκώνει αμφισβητήσεις.
Σπύρος Δευτεραίος