Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ» και ακροστιχίδα: «εις τον Ιωσήφ του Ρωμανού έπος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’, το Μέρος Γ’ και το Μέρος Δ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιθ’. Στο δύσκολο τ’ αγώνισμα, αυτό της σωφροσύνης, πανάξια και δίκαια κέρδισε το στεφάνι ο Ιωσήφ ως αθλητής που ‘δωσε τους αγώνες καθ’ όλα τίμια, καθαρά, και μ’ όλους τους κανόνες.
Κρατώντας την αγάπη αυτή που ‘χε στη σωφροσύνη, ρούχο δεν του απόμεινε μήτε και πανωφόρι.
Κι εκτός απ’ το στεφάνι που είχε στο κεφάλι του, φόρεσε τώρ’ ο δίκαιος τη δόξα σαν χιτώνα απίστευτο και θαυμαστό.
Η Αιγύπτια τον πλησίασε, όπως η πονηρή αλεπού πάει γύρω απ’ τα αμπέλι,
ύπουλα σχεδιάζοντας όλο να το τρυγήσει.
Την πάτησε η επίβουλη: δεν βρήκε ούτε μια ρόγα· μονάχα τ’ αμπελόφυλλα της μείνανε στα χέρια.
Χαίρεται ο δίκαιος Ιωσήφ ψηλά με τους Αγγέλους,
και κάτω κλαίει η άδικη μαζί με τους δαιμόνους.
Αυτός από τα ρούχα του γυμνώθηκε τελείως,
για να κρατήσει αχάλαστες όλες του τις αισθήσεις.
Μα εκείν’ η μανιασμένη το ρούχο της ατίμωσης παίρνει και το φοράει,
και μ’ επιπόλαια χαρά το ρούχο της σεμνότητας βγάζει και το πετάει.
Όσες του κάνουμε τιμές, όλες τους τις αξίζει αυτός ο νέος ο σοφός·
κατάφερε και ξέφυγε από αμαρτία μεγάλη,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
κ’. Γι’ αυτόν τον πολυύμνητο, αντάξιους ύμνους πώς να βρω τώρα για να του γράψω;
Όσα κι αν πω παινέματα, αυτός στέκει πιο πάνω.
Σκαρί γερό αποδείχτηκε, και πέρασε και ξέφυγε απ’ άγρια τρικυμία που σήκωσε της ηδονής η τόση παραζάλη,
και έφτασε και άραξε στης σωφροσύνης το ήσυχο, το ήρεμο λιμάνι.
Ως και καμίνι φλογερό π’ άναψε μες στο σπίτι, αυτός δεν το λογάριασε και πέρασ’ από πάνω.
Τράβηξε γύρω του αυτός ένα αεράκι που ‘φερνε δροσιά από τα πάνω,
κι έτσι μ’ αυτό κατάσβησε κείνη τη δυνατή φωτιά που κατατρώει τα πάντα.
Τέτοιον αγώνα βίαιο λες θα ‘τανε παγκράτιο, τέτοιον αγώνα νίκησε·
γι’ αυτό τώρα δοξάζεται ως αθλητής γενναίος.
Κι ένα κατόρθωμα κρυφό πίσω από τοίχους που ‘γινε, μέσα σε κάποιο δώμα,
σ’ όλο τον κόσμο φανερά υμνείται κάθε μέρα.
Δεν σβήνουν βλέπεις τα καλά, ποτέ δεν ξεθωριάζουν,
κι ας είναι χίλιοι πειρασμοί γύρω τους να τα πνίξουν.
Γιατί από κάθε πειρασμό έρχεται και διασώζει
όσους Αυτόν ακολουθούν ο Λυτρωτής του κόσμου,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
κα’. Στο παρελθόν τ’ αδέρφια του θέλησαν να τον βλάψουν,
όλοι τους τον φθονούσανε· θα πάρει λέγανε αυτός την πρωτοκαθεδρία.
Και όπως του ορμήσανε για να τον θανατώσουν, δεν κάναν πράξη το κακό, μείναν στη θεωρία
και δεν διαπράξαν τ’ άδικο με τη δολοφονία.
Βούτηξαν τον χιτώνα του σε αίμα από ζώο, αλλά ποσώς δεν μάτωσαν κείνον που τον φορούσε.
Τον φύλαξε ο καλός Θεός και ζωντανό τον είχε,
κι ας νόμιζ’ ο πατέρας του πως είχε αποθάνει και έκλαιγε οδυρόμενος.
Και τούτ’ η μοιχαλίδα, τρόπαιο απ’ τη διαπάλη τους κράτησ’ έναν χιτώνα,
μα του γενναίου στρατηγού η ψυχή πληγή καμιά δεν πήρε από τις επιθέσεις της.
Φορούσε, βλέπεις, ασφαλή κι άτρωτη πανοπλία,
που απ’ των παθών τις μηχανές –εκείνες κει τις τρομερές που είν’ καστροχαλάστρες– ούτε που καταλάβαινε.
Ελάτε τώρ’ όλοι οι πιστοί, καλά να μελετήσουμε πώς θα τον μιμηθούμε,
γιατί σηκώνει πόλεμο σε όλους μας
η απάτη των σαρκικών των ηδονών.
Να ηττηθεί απ’ αυτήν δεν είν’ σωστό κανένας μας στη μάχη,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
κβ’. Ουράνιο στέμμα απ’ τον Θεό και φημισμένη νίκη κέρδισε
αφού αναδείχτηκε κυρίαρχος στα πάθη.
Και δίκαια τη μνήμη του παντού και πάντοτε οι πιστοί γιορτάζουν και τιμούνε,
γιατί δεν του εδούλωσε το σώμα η αμαρτία.
Κι ενώ γυναίκα ακόλαστη με λόγια και με έργα δίπλα του τον κολάκευε,
όλα όσα του έταζε τα απέρριψε ως φαύλα,
προτίμησε τη φυλακή, θανάτου καταδίκη.
Και μ’ όλα αυτά εγώ σκέφτομαι τι άραγε να κάνω; Είμ’ αξιοκατάκριτος, ταλαίπωρος ο δόλιος,
ότι με σφίγγουν σε λαβή της αμαρτίας τα χέρια…
Όπως με βία η Αιγύπτια στον Ιωσήφ ριχνόταν,
κι αυτή έτσι με τραβολογά με λογισμούς ανάρμοστους κι άνομες φαντασίες.
Αλλά φωνάζω δυνατά –λύση δεν βρίσκω άλλη– σε Σένα Παντοδύναμε:
«Χριστέ μου λύτρωσε κι εμέ, έτσι που τυραννιέμαι,
»για να σωθώ μεσίτρια βάζω τη Θεοτόκο,
»ας γίνει να σωθώ κι εγώ όπως εκείνος ο Ιωσήφ που ‘ταν πιστός Σου δούλος,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».