Το Μοναστήρι των Ταξιαρχών, Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ των Ευζώνων του ν. Κιλκίς, βρίσκεται στο βορειοδυτικό μέρος του ακριτικού χωριού, όπου στις 12 Δεκέμβρη του 1920 –ημέρα εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος με το Παλαιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε και 25 Δεκεμβρίου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, δηλαδή Χριστούγεννα–, εγκαταστάθηκαν οι πρώτες οικογένειες Καυκάσιων προσφύγων από το κεφαλοχώρι Μερτινίκ του Καρς. Τους επόμενους μήνες στο χωριό κατέφθασαν και άλλοι πρόσφυγες από το Σοχούμ του Πόντου.
Οι Πόντιοι νέοι κάτοικοι του χωριού με την παλιά σλάβικη ονομασία Ματσίκοβο, βλέποντας τα χαλάσματα και τις διάσπαρτες πέτρες στον περίβολο του μοναστηριού αποφάσισαν, σχεδόν αμέσως μόλις πάτησαν σταθερά στα πόδια τους, να αναλάβουν την ανοικοδόμησή του.
Το μοναστήρι ήταν ορθόδοξο πατριαρχικό, και κατά καιρούς υπέφερε από τους σχισματικούς παρεπιδημούντες της ευρύτερης περιοχής. Λέγεται μάλιστα από τους λιγοστούς ντόπιους κατοίκους του χωριού που προϋπήρχαν στην περιοχή, ότι οι μοναχοί οι οποίοι εγκαταβίωναν στη Μονή, ύστερα από μεγάλη πίεση των κομιτατζήδων και κατόπιν απειλών για τη φυσική τους εξόντωση, εξαναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Φεύγοντας σε άλλο μοναστήρι –δεν διασώζεται η πληροφορία για την τοποθεσία του καθώς φρόντισαν να την κρατήσουν μυστική–, στάθηκαν επάνω στο λόφο πίσω από το μοναστήρι τους, έκαναν δέηση και αποχαιρέτησαν για πάντα τον ιερό εκείνο χώρο που συνδέθηκε με τη μοναχική τους άσκηση!
Η χρονική συγκυρία οδηγεί στην εύλογη υπόθεση ότι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στο τέλος του 19ου αιώνα, τότε που οι Βούλγαροι νοίκιασαν από τους Τούρκους τις λίμνες Αρτζάν-Αματόβον. Ήταν άλλωστε η εποχή που προσπαθούσαν να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής τους οργανώνοντας δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των εδαφών που κατείχαν και της λίμνης Αρτζάν μέσω Καλίνοβου (Σουλτογιαννέικα), Σμολ (Μικρό Δάσος), Ματσίκοβον (Ευζώνων), Στογιάκοβου και Βογδάντσας.
Ο Ιερός Ναός Ταξιαρχών των Ευζώνων βρίσκεται πάνω στα θεμέλια του παλιού Καθολικού της Μονής, εν μέσω πλούσιας φυσικής βλάστησης και σκιερών δέντρων που ποτίζονταν από το παρακείμενο ρέμα το οποίο αρχίζει από την πηγή της «Μουτσάρας» και καταλήγει στον Βαρδάρη. Η Μονή ήταν αυτοσυντήρητη, με πλούσια παραγωγή κηπευτικών και καρπών όπως σύκα, βερίκοκα, μήλα, ρόδια, μούρα, δαμάσκηνα, σταφύλια, αμύγδαλα και καρύδια. Από το μοναστήρι δεν έλειπαν ακόμη και τα ποταμίσια ψάρια –κυρίως γριβάδια και πέστροφες– που αλιεύονταν από τον πεντακάθαρο τότε Αξιό ποταμό που διατρέχει την πεδιάδα της Παιονίας και χύνεται στον Θερμαϊκό κόλπο.
Το σήμαντρο του μοναστηριού. λιτό και απέριττο, ήταν από τεμάχιο σιδήρου μισού μέτρου, κρεμασμένου σε χοντρό κλωνάρι αιωνόβιου δέντρου, μπροστά στην κύρια είσοδο του ιερού ναού.
Από της ιδρύσεώς του και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, επί Τουρκοκρατίας κράτησε άσβεστη τη φλόγα του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και διαρκώς ενδυνάμωνε την πίστη των γύρω χριστιανών και το θρησκευτικό τους αίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργήθηκε στον κόσμο η παράδοση ότι ο Αρχάγγελος ήταν ο αυστηρός φύλακας και προστάτης της μονής που φύλαττε ακόμα και τα ερείπια με όλο τον αύλειο χώρο της!
Η θαυματουργή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ
Είναι η μοναδική εικόνα που «διέφυγε» της προσοχής των αρχαιοκάπηλων ληστών που επιτέλεσαν το ανίερο έργο τους στο τέλος της δεκαετίας του ΄70. Ο Ταξιάρχης «τους θόλωσε τα μάτια», λένε οι παλιοί κάτοικοι, και οι μιαροί ληστές δεν τον συμπεριέλαβαν στην πολύτιμη λεία τους. Από τότε φυλάσσεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο της Μητρόπολης. Πρόκειται για την αριστερή πόρτα του τέμπλου, η οποία οδηγούσε στην Πρόθεση, έργο τοπικού εργαστηρίου του 18ου-19ου αιώνα.
Απεικονίζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ να παίρνει την ψυχή του αμαρτωλού πλούσιου, σύμφωνα με την παραβολή του άφρονα πλουσίου (Καθελώ μου τας αποθήκας…).
Η παράσταση αυτή ήταν πάρα πολύ συνηθισμένη στην Πύλη της Προθέσεως κατά τον 18ο-19ο αιώνα, αλλά υπάρχει και ως αυτοτελής εικόνα. Επίσης υπάρχουν πολλές χαλκογραφίες με την ίδια απεικόνιση.
Η ψυχή βγαίνει από το στόμα του άφρονα πλουσίου, ενώ ο ίδιος κείτεται στα αναπαυτικά στρωσίδια του και στις ανέσεις της πρόσκαιρης επίγειας ζωής. Ο Αρχάγγελος κρατάει στο δεξί του χέρι τη σπάθη με την οποία του αφαίρεσε τη ζωή και στο αριστερό την πλάστιγγα της δικαιοσύνης, μοτίβο που το συναντάμε πολύ συχνά σε παραστάσεις από την αρχαία Αίγυπτο. Ο Αρχάγγελος πατάει επάνω στον άφρονα πλούσιο ενώ φαίνονται ξεκάθαρα οι μορφές που προκαλούν τρόμο στις περικνημίδες του. Είναι η εικαστική εξέλιξη του «γοργόνειου φόβου» των παραστάσεων της ελληνικής Αρχαιότητας. Η ψυχή του πλουσίου κρέμεται γυμνή –χωρίς να την συνοδεύουν τα επίγεια πλούτη της– από την πλάστιγγα του Αρχαγγέλου, και οι διάβολοι διαλέγονται μαζί της ενώ ένας από αυτούς τραβάει την πλάστιγγα προς το μέρος του. Της υπενθυμίζουν τις ανίερες πράξεις της, τις αδικίες που διέπραξε, τη φαυλότητά της, και αυτή αδύναμη μαζεύει τα χέρια της στο στήθος παραδομένη μην μπορώντας πια να αλλάξει τρόπο σκέψης, να μετανοήσει, αφού έχει εγκαταλείψει τα επίγεια.
Σήμερα το μοναστήρι του Αρχαγγέλου –για κάποιον λόγο οι Ευζωνίτες έχουν αποδώσει το ναό μόνο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, παραλείποντας να αναφερθούν στον αρχάγγελο Γαβριήλ, ίσως γιατί συνδέθηκε με θαύματα και τη ζωντανή παρουσία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη ζωή τους– μετά από πολλές ανακαινίσεις στέκεται καλοδιατηρημένο στα βόρεια σύνορα του χωριού και της χώρας μας. Η είσοδος στο ναό γίνεται κάτω από το καμπαναριό που είναι τοποθετημένο κεντρικά στη δυτική όψη του κτηρίου (όπως και στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης όταν αποτελούσε καθολικό Μονής). Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο, έχει νάρθηκα και διαθέτει περίστωο που καλύπτει τη δυτική και τη νότια πλευρά του κτηρίου. Οι διαστάσεις του είναι 24μ. μήκος επί 8μ. πλάτος.
Η γιορτή και τα έθιμα
Την παραμονή της μεγάλης γιορτής ποντιακά κατά κύριο λόγο χορευτικά συγκροτήματα, αλλά και κρητικά, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια για να τιμηθεί η μεγάλη και καταλυτική συμβολή των Κρητών Μακεδονομάχων στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, στήνουν γλέντι έξω από το προαύλιο του μοναστηριού.
Εκεί οι κάτοικοι των Ευζώνων μετά το τέλος του πανηγυρικού Εσπερινού της 7ης Νοεμβρίου, οπότε γίνεται λιτάνευση της εικόνας, και αφού ψάλουν συγκινημένοι με τους ψάλτες «Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγε […] λύτρωσαι ημάς ως Ταξιάρχης των άνω δυνάμεων», προσφέρουν στους επισκέπτες από τα γύρω χωριά, αλλά και από πιο μακριά, πιροσκία, ωτία και άλλα εδέσματα της ποντιακής κουζίνας.
Οι κωδωνοκρουσίες και ο ήχος της παραδοσιακής μουσικής λέγεται πως ακούγεται μέχρι και την γειτονική (πάλαι ποτέ ελληνική) πόλη της Γευγελής.
Ο Ι.Ν. Ταξιαρχών έχει καθιερωθεί στον τοπικό πληθυσμό ως «Μοναστήρι» και είναι ο δεύτερος από τους τρεις ναούς που διαθέτει το μικρό και ηρωικό χωριό των Ευζώνων στα βόρεια σύνορα της χώρας, μαζί με τον Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου (κυρίως ναός) και τον Ι.Ν. Αγίων Πάντων που εποπτεύει τον κάμπο του Αξιού κτισμένος πάνω σε έναν από τους λόφους του χωριού.
Το ηρωικό χωριό των Ευζώνων
Η ονομασία του χωριού οφείλεται στους εννέα Ευζώνους του 31ου Συντάγματος Πεζικού (11ος Λόχος) οι οποίοι φονεύθηκαν κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων από τους βουλγαροκομιτατζήδες της ληστρικής ομάδας με επικεφαλής τον Ντούλη, σε ρέμα στο βόρειο άκρο του χωριού το 1913.
Τα οστά τους έμεναν πολλά χρόνια διασκορπισμένα και εκτεθειμένα στον τόπο του μαρτυρίου τους, μέχρις ότου τοποθετήθηκε νωματάρχης της Αστυνομίας στο χωριό ένας Κρητικός ονόματι Σιγάλας, ο οποίος τα περισυνέλεξε και τοποθετήθηκαν στην πλατεία του χωριού. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά την τελευταία ανακαίνιση του μνημείου, πριν από λίγα χρόνια, βρέθηκαν στην κρύπτη κάτω από το μνημείο λιγοστά οστά και μόνο δύο από τα συνολικά εννέα κρανία των ηρώων.
Μετά την εγκατάσταση των Πόντιων κατοίκων κατασκευάστηκε Ηρώο, και υπό την προεδρία του Καυκάσιου δασκάλου Αλέξη Ιωαννίδη, του πρώτου προέδρου της διευρυμένης κοινότητας Ευζώνων, θεσπίστηκε ετήσιο μνημόσυνο προς τιμήν τους. Αυτός πρωτοστάτησε και στην αλλαγή του ονόματος του χωριού από το σλαβικό «Ματσίκοβο» στο σημερινό «Εύζωνοι», η οποία έγινε στις 20/8/1927 (αρ. ΦΕΚ 179Α/30-8-1927 – καταγραφή με το νούμερο 97) επί των ημερών της μακρόχρονης προεδρίας του.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων