Όποιος έχει επισκεφθεί το θωρηκτό «Αβέρωφ», έχει δει σίγουρα μεταξύ των εκθεμάτων την εικόνα της Παναγίας της Κωνσταντινουπολίτισσας. Την εικόνα αυτή, που χρονολογείται το 1746, ακολουθεί μια συγκλονιστική ιστορία η οποία συγκεντρώνει όλο τον πόνο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Αντιγράφουμε από το κείμενο που την συνοδεύει, το οποίο φέρει την υπογραφή «Capt. Τρύφων Δ. Καζάκος, Πλοίαρχος Ε.Ν. (11227):
Το 1835 στην Πόλη ο προπάππος μου φιλοξένησε στο σπίτι του έναν άγνωστο γέροντα, που ήταν σε άθλια κατάσταση, πεινασμένος και πολύ ταλαιπωρημένος. Είχε έλθει από τους Αγίους Τόπους και πήγαινε κάπου στη Ρωσία. Φεύγοντας του χάρισε την εικόνα αυτήν, λέγοντάς του: «Τρύφωνα, τον Μάιο του 1780, λίγες μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας μου, με ζήτησε, για να μου δώσει την ευχή του και μαζί και την εικόνα αυτή, λέγοντάς μου με πολύ τρεμάμενη φωνή “να μου την προσέχεις”, έτσι κι εγώ την χαρίζω σε σένα με την ίδια ευχή και “να κρατήσεις το όνομά σου”».
Ο γέροντας αυτός δεν επέστρεψε ποτέ, έως και το 1923, που έφυγαν πρόσφυγες για την Ελλάδα. Η εικόνα αυτή είναι οικογενειακό κειμήλιο, και όπως του είχε πει ο γέροντας, χρονολογείται από το έτος 1746. Από τότε μεταφέρεται από τον πατέρα στο παιδί.
[…] Μη ενθυμούμενος ο προπάππος μου το πώς ονόμαζε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, αποφάσισε να κάνει συμβούλιο όλη η οικογένεια για να της δώσουν ονομασία. Αποφάσισαν να την ονομάσουν «Παναγία η Κωνσταντινουπολίτισσα».
Το πρωί της 14ης Νοεμβρίου 1918, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μούδρου, το «Αβέρωφ» αγκυροβολούσε μπροστά στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μια σημαντική στιγμή καθώς οι Έλληνες έφταναν και πάλι, 465 χρόνια μετά, στην πόλη των ονείρων τους, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τρύφων Καζάκος περιγράφει τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν:
Όλες οι ελληνικές οικογένειες της Πόλης και από τα γύρω χωριά κατέβηκαν στο γιαλό για να τον καλωσορίσουν [σ.σ.: το «Αβέρωφ»], κρατώντας εικόνες, και με ευχές, ψάλλοντας διάφορες προσευχές (Τη Υπερμάχω Στρατηγή κτλ.), μαζί και τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο, στάυρωναν το Θ/Κ «Αβέρωφ», τον κυβερνήτη, τους αξιωματικούς και το πλήρωμα. Ανάμεσα στο πλήθος και ο παππούς μου Τρύφων Δ. Καζάκος με τη γιαγιά μου Πολυξένη και τον πατέρα μου που ήταν 12 ετών, αφού πήραν από το εικονοστάσι του σπιτιού την εικόνα, ακολούθησαν.
Πολλοί ψαράδες με τις βάρκες τους επήγαν και επισκέφθηκαν το πλοίο – μαζί και ο παππούς μου με τον πατέρα μου και την εικόνα. Με εντολή του κυβερνήτου μετέφεραν την εικόνα στη γέφυρα του πλοίου, στο μηχανοστάσιο και γύρω-γύρω στο κατάστρωμα, και εν συνεχεία στο εκκλησάκι του πλοίου «Άγιος Νικόλαος», και έψαλαν. Αναχωρώντας, ο κυβερνήτης, αξιωματικοί και πλήρωμα την προσκύνησαν ευλαβικά, με την ευχή γρήγορα η Ελλάδα μας να νικήσει και να ελευθερωθεί.
Τα δύσκολα χρόνια, όμως, ήταν ακόμα μπροστά:
Κατά τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (1914-1923) και των Αρμενίων (1894-96 και 1908-18), πολλοί Πόντιοι και Αρμένιοι χριστιανοί, φεύγοντας από την πατρίδα τους και περνώντας από την Πόλη, προσευχήθηκαν στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Κωνσταντινουπολίτισσας που όλοι στην Πόλη γνώριζαν πόσο θαυματουργή είναι, για να τους δώσει δύναμη-κουράγιο-υγεία και να φθάσουν στην Ελλάδα. Στους εορτασμούς της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας των Βλαχερνών, της Αγίας Τριάδας, της Παναγίας Σουμελά (στο μοναστήρι στην Τραπεζούντα), στη Μονή της Χώρας, στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Πάδοβας, στον Άγιο Δημήτριο στην Πρίγκηπο και σε άλλες εκκλησίες της Πόλης και στα Πριγκηπόννησα, κατά τη διάρκεια του εορτασμού και της Θείας Λειτουργίας η εικόνα βρισκόταν επάνω στην Αγία Τράπεζα. Το ίδιο εγένετο και την ημέρα της Ορθοδοξίας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, στις 13 Μαρτίου κάθε χρόνο. […]
Τον Ιανουάριο του 1923, με την ανταλλαγή πληθυσμών, οι Τούρκοι έδιωξαν την οικογένειά μου, που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Πέραμα Πειραιώς μετά από την Καλαμάτα. Με την ψυχή στο στόμα και με το φόβο μήπως την βρουν οι (βάρβαροι) Τούρκοι την εικόνα και την καταστρέψουν, ή ακόμα και να τους σκοτώσουν, ο παππούς μου την είχε τυλίξει σε μια πετσέτα και σε κάτι σχισμένα ρούχα και την έβαλε κάτω-κάτω στον ντορβά. Έτσι, πήρε μαζί του την εικόνα και την μετέφερε στην Ελλάδα […] η γιαγιά μου Πολυξένη Τ. Καζάκου […] Κατά την επιβίβασή της στο πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα, μέσα στην αναμπουμπούλα –ποδοπάτημα και κοσμοσυρροή– έμεινε πίσω από τους άλλους, και στον έλεγχο που της έκαναν οι Τούρκοι βρήκανε μέσα στον ντορβά της τυλιγμένο το Ευαγγέλιο του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου (Φανάρι), που το μετέφερε στην Ελλάδα.
Όταν αρνήθηκε να τους το δώσει, για να το καταστρέψουν, την αποκεφάλισαν, όπως και πολλούς άλλους.
Αργότερα, μέσα στο πλοίο, οι συγχωριανοί, που είδαν τον παππού μου να την αναζητά, του είπαν για το συμβάν, ενώ το πλοίο είχε αναχωρήσει. Δεν την ξαναείδαν ποτέ…
Το 1925, δύο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στο Πέραμα, ο παππούς μου Τρύφων Δ. Καζάκος δεν άντεξε και πέθανε από τον καημό του, αφού έδωσε την εικόνα στον πατέρα μου, Δημήτριο Τ. Καζάκο. Αυτός με τη σειρά του πριν πεθάνει την έδωσε σε εμένα, τον υιό του, Τρύφωνα Δ. Καζάκο της Σεβαστής.
Όπως διαβάζουμε λίγο πιο κάτω, ο πατέρας του συνόδευσε την εικόνα με την ίδια ευχή («να μου την προσέχεις»), και με τη ρητή εντολή και επιθυμία να την παραδώσει στο Θ/Κ «Γεώργιος Αβέρωφ». Για τον Δημήτριο Τ. Καζάκο γράφει:
Επί 55 χρόνια ως ναυτικός ο πατέρας μου ο καπετάν-Δημήτρης την εικόνα της Παναγιάς Κωνσταντινουπολίτισσας δεν την αποχωρίστηκε ποτέ μα ποτέ από κοντά του, πάντα την είχε μαζί του σε όλα τα μεγάλα πελάγη του κόσμου και στις φουρτούνες. Όταν περνούσε από την Πόλη, την έβγαζε έξω από τη γέφυρα στο φτερό απέναντι από το σημείο που φύγανε πρόσφυγες το 1923, την σταύρωνε και έλεγε: «Παναγία μου, τουλάχιστον πήραμε μαζί μας την ψυχή μας».