Η πόλη Βυζάντιο που ίδρυσε ο Βύζας, γιος του βασιλιά Νίσου του Μεγαρέα, κατά τη διάρκεια του β’ ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.) σύμφωνα με τη μυθολογία, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στη μεγαλύτερη –ως προς τη χρονική διάρκεια– αυτοκρατορία που γνώρισε ο κόσμος μας, την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Από το 324 (χρονολογία μεταφοράς της ρωμαϊκής πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη «νέα Ρώμη»-Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο) μέχρι και την αποφράδα ημέρα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, κατά την οποία έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, έγραψε χρυσές σελίδες στην παγκόσμια ιστορία συνεχίζοντας την αρχαία ελληνική παράδοση μπολιασμένη με τα ιδεώδη της «νέας θρησκείας», του Χριστιανισμού.
Τι είναι βυζαντινή τέχνη και σε ποιες περιόδους χωρίζεται
Η βυζαντινή τέχνη –δηλαδή η τέχνη που άνθησε μέσα στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας– τοποθετείται χρονικά (συμβατικά) μεταξύ της ίδρυσης της Κωνσταντίνου-πόλεως το 324, και της άλωσης της Πόλης το 1453.
Εάν θέλουμε να διαιρέσουμε σε περιόδους τη μακρόχρονη ιστορία της, θα μπορούσαμε να κάνουμε τον εξής διαχωρισμό:
α) 324 (ίδρυση Κωνσταντινουπόλεως) – 726 (έναρξη Εικονομαχίας): Πρωτοβυζαντινή τέχνη.
β) 726-843 (λήξη και καταδίκη της Εικονομαχίας): Τέχνη της Εικονομαχίας.
γ) 843-1204 (άλωση από σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας): Μεσοβυζαντινή τέχνη.
δ) 1204-1261 (ανάκτηση της πόλης): Τέχνη στην εποχή της Φραγκοκρατίας.
ε) 1261-1453 (άλωση από Οθωμανούς): Υστεροβυζαντινή τέχνη.
Η Κωνσταντινούπολη ως φορέας καλλιτεχνική πρωτοπορίας
Μετά τη διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους σε Ανατολικό (Pars Orientis) και Δυτικό (Pars Occidentis) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, πυρετώδεις εργασίες ξεκίνησαν για να φτάσει η καινούρια πρωτεύουσα σε αίγλη την παλιά. Όχι μόνο δεν θα έπρεπε να υστερεί από τη Ρώμη, αλλά πάση θυσία θα έπρεπε να την υπερβεί σε κάλλος και σε δύναμη. Αυτό το σχέδιο, όσο κι αν φάνταζε μεγαλεπήβολο, οι Βυζαντινοί το έφεραν εις πέρας, αφού εκτός από τους σπουδαίους αρχιτέκτονες και ζωγράφους που διέθεταν, είχαν προικοδοτηθεί με έναν τόπο πολύ ευνοημένο, ευλογημένο θα λέγαμε, γεωφυσικά και γεωπολιτικά.
Κατά τους αιώνες 4ο-6ο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατείχε τη μεγαλύτερη έκταση στην ιστορία της. Παράλληλα με την Κωνσταντινούπολη ήκμαζαν και μεγάλα ελληνιστικά κέντρα όπως η Έφεσος στη Μ. Ασία, η Αντιόχεια στη Συρία, η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, η Θεσσαλονίκη στη Μακεδονία, η Κόρινθος στην Πελοπόννησο, αλλά και η Ραβέννα στην Ιταλία.
Το κύρος της Πόλης όλο και αυξανόταν (σε αντίθεση με την παρηκμασμένη αντίζηλη πόλη της Ρώμης), και ο πλούτος που είχε συσσωρευτεί από το εμπόριο και τη βιοτεχνία τροφοδοτούσε μια ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή.
Η κρίση που ακολούθησε τους επόμενους αιώνες οδήγησε στην οριστική απώλεια πολλών μεγάλων πόλεων της Αυτοκρατορίας, και συρρίκνωση των εδαφών της παρά τις γενναίες προσπάθειες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στο ξεκαθάρισμα αυτό της ιστορίας, η Κωνσταντινούπολη κατά κύριο λόγο και η «συμβασιλεύουσα» Θεσσαλονίκη ακολούθως, αποτέλεσαν τα πρωτεύοντα κέντρα της καλλιτεχνικής έκφρασης της αυτοκρατορίας.
Η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ήταν σημείο συνάντησης δύο ηπείρων (αλλά και δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης) και σταυροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών λεωφόρων, είχε εξελιχθεί σε μια μητρόπολη πνεύματος και τεχνών αλλά παράλληλα και σε μια φιλόξενη προσφυγούπολη που μέσα της έβρισκε μέρος έκφρασης και δράσης ο κάθε καλλιτέχνης που προσέδραμε σε αυτήν είτε για να μαθητεύσει στα φημισμένα κωνσταντινουπολίτικα εργαστήρια, είτε για να διδάξει την τέχνη του και να βάλει κι αυτός την ψηφίδα του στο πολύτιμο ψηφιδωτό της καλλιτεχνικής δημιουργίας που διασώθηκε ως καλλιτεχνική κληρονομιά.
Από την ίδρυσή της έως το 1204 (άλωση από τους Φράγκους που «παρεξέκλιναν» της πορείας τους και του σκοπού τους, κατόπιν πρόσκλησης του σφετεριστή του θρόνου Αλεξίου Γ’, για την κατάκτηση της ιερής πόλης της Ιερουσαλήμ), η Κωνσταντινούπολη δεν σταμάτησε ποτέ να αποτελεί τηλαυγή φάρο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στην αρχιτεκτονική.
Στα σκοτεινά χρόνια της Φραγκοκρατίας 1204-1261 –κατά τα οποία καράβια φορτώνονταν με εικόνες, χειρόγραφα, σκεύη, ακόμη και λείψανα αγίων, και σάλπαραν με προορισμό τη Βενετία και άλλες ομόθρησκες πόλεις– ο ρόλος της Πόλης παραμένει αδιευκρίνιστος. Η αυθεντική καλλιτεχνική φυσιογνωμία της ανακτάται μαζί με την ανακατάληψή της από τον Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο στις 15 Αυγούστου 1261 (με τη μεσιτεία της Παναγίας για την προστατευόμενη Πόλη Της) και τότε ξεκινά η λαμπρή περίοδος της υστεροβυζαντινής τέχνης.
Η τέχνη αρωγός των νοημάτων του Δόγματος
Με την πάροδο του χρόνου η τέχνη στο Βυζάντιο έπαψε να εξυπηρετεί κοσμικές ανάγκες επίδειξης του μεγαλείου του αυτοκράτορα και του πλούτου της αυτοκρατορίας, και πέρασε σε πνευματικό επίπεδο. Έγινε παιδαγωγικό μέσο που βοηθούσε στο έργο της κατήχησης και μύησης στη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό. Η Εκκλησία απέρριψε την πλαστική τέχνη συνδέοντάς την με τα είδωλα των εθνικών, και στράφηκε σε μια καινούρια έκφανση της αποτύπωσης του Θείου, τη ζωγραφική και την ψηφιδογραφία.
Οι εικαστικές αυτές τέχνες εξυπηρετούσαν θαυμάσια το σκοπό, δηλαδή την εικονιστική διατύπωση και πρόσληψη των δογμάτων της Εκκλησίας από το ευρύ κοινό.
Στην αγιογραφία οι μορφές και όλα όσα απεικονίζονται είναι καθαγιασμένα. Όλα εκπέμπουν πνευματικότητα. Στον υπεραισθητό αυτόν κόσμο τα βουνά είναι κλιμακωτά, σχεδόν αιχμηρά, για να ταιριάζει το τοπίο με την ασκητικότητα της μορφής του εικονιζόμενου αγίου, τα δένδρα είναι ψιλόλιγνα για να οδηγούν το βλέμμα στον ουρανό, το πρόσωπο φωτίζεται από όλες τις πλευρές για να καταυγάζει το Θείο φως.
Αν κάποιος θεατής κοιτάξει την αγιογραφία με τα σαρκικά του μάτια μένει σε ένα πρώτο επίπεδο, ενοχλημένος προφανώς από τις ανορθοδοξίες της τεχνικής (αντίστροφη προοπτική, έλλειψη βάθους και σταθερής πηγής φωτός). Αν όμως ανοίξει τα πνευματικά του όμματα, η εικόνα που παρατηρεί γίνεται το μέσο για να επικοινωνήσει μέσω της προσευχής με τον εικονιζόμενο άγιο, για να μεσιτεύσει στον Κύριο για τη σωτηρία του.
Ο αγιογράφος νηστεύει και προσεύχεται για να είναι το έργο του καρπός πνεύματος και όχι φαντασίας.
Ακόμη και στις μέρες μας, στα ορθόδοξα μοναστήρια γίνεται ιδιαίτερη τελετή ανάθεσης του διακονήματος της αγιογραφίας, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων – από τη βυζαντινή παράδοση. Σύμφωνα με τη μικρή αυτή τελετή, γίνεται δέηση μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας όπου ο ιερέας ευλογεί με το σημείο του σταυρού τον αγιογράφο διαβάζοντας την ευχή «διαγράφειν το είδος της εμφερείας του Χριστού, της Παναχράντου αυτού μητρός και πάντων των αγίων». Κατόπιν ψάλλεται το απολυτίκιο της Μεταμορφώσεως «Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι».
Ο Θεός της Καινής Διαθήκης φανερώθηκε στον άνθρωπο, και μάλιστα καθαγίασε την ύλη προσλαμβάνοντας κι ο ίδιος την ανθρώπινη φύση μαζί με τη θεϊκή. Έτσι το θείο μπορούσε πλέον να αναπαρασταθεί. Η αναπαράσταση αυτή σκοπό είχε να καταστήσει τον θεατή κοινωνό της θείας χάριτος, ώστε να ατενίσει με τα πνευματικά του πλέον μάτια έναν κόσμο άυλο, τον κόσμο της σωτηρίας του. Η άυλη αυτή χώρα είναι η άνω Ιερουσαλήμ, και σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων