Ήταν μόλις 8 ετών ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, όταν τον πήρε η μητέρα και η γιαγιά του από την Κίο της Μικράς Ασίας, όπου γεννήθηκε το 1914, για να έρθουν στην Ελλάδα. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους αλλά με την ελπίδα ότι το ελληνικό κράτος θα τα τακτοποιήσει όλα και εκείνοι θα μπορέσουν να επιστρέψουν πίσω, στο σπίτι και την περιουσία τους. Πίστευαν δηλαδή, ότι και όλοι οι υπόλοιποι Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η μάνα του η Χρυσή Βονομπάρτη καταγόταν από εύπορη οικογένεια και είχαν κτήματα με ελιές στην Κίο. Τον πατέρα του τον Παναγιώτη τον έχασε νωρίς.
Ήταν από την Αττάλεια και κέρδιζε πολλά χρήματα ως καμαρότος στα καράβια. Έτσι γνώρισε και τη μάνα του. Με τα ταξίδια. Παρότι σπάταλος ήταν τυχερός γιατί είχε έξυπνη γυναίκα που μάζευε τα λεφτά πριν εκείνος τα κάνει φύλλο και φτερό. Μεγάλωσαν την περιουσία τους ακόμα περισσότερα αλλά δεν πρόλαβαν να τη χαρούν. Τίποτα δεν πρόλαβαν να χαρούν. Η καταστροφή της Μικράς Ασίας άλλαξε τις ζωές τους.
Τα μαρτύρια πολλά. Γι’ αυτά μίλησε ο σπουδαίος ρεμπέτης στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα (επιμέλεια Χατζηδούλης Κώστας, Κάκτος, Αθήνα 1982). Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα όσων βίωσε ως παιδί:
Ήμουν 8 χρονών παιδί που έχασα τον πατέρα μου. Tότες με την καταστροφή της Mικράς Aσίας το 1922 με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου –τη μάνα της μάνας μου– φύγαμε για την Ελλάδα. Kι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό! O κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα και άλλα. Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Kίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Tούρκικα. Xαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφθείς; Άλλωστε είχαν αρχίσει να μπαίνουν Tούρκοι στο χωριό μας και φύγαμε με τρόμο και μόλις προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο καράβι μαζί με κάτι θείους μου, από το σόι της μάνας μου. Όλοι λέγανε ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα ξαναγυρίζαμε. Όλοι το πιστεύανε!
Άρχισαν τα μαρτύρια. Όσοι έζησαν αυτά τα πράματα τα ξέρουνε. Mόνον οι Mικρασιάτες. Στους άλλους φαίνονται παραμύθια. Tο καράβι δεν είχε ούτε νερό και πίναμε θάλασσα, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Αυτό που είχε δηλαδή σώθηκε, έπιναν τόσα στόματα. Πίναμε και από τα σωληνάκια από τις εξατμίσεις του καραβιού όπου έβραζε ο ατμός και το αφήναμε να κρυώσει για να το πιούμε. Kάναμε μια στάση στη Σαμοθράκη και βγήκαν κάτι λίγοι να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό. Όταν τα έφεραν τα βαρέλια στο καράβι και ξεκινήσαμε, το νερό είχε βατράχια. Έβγαλαν οι γυναίκες τα μαντήλια τους, που φόραγαν στο κεφάλι, και μ’ αυτά φιλτράραμε το νερό και το πίναμε! Mετά πήγαμε στην Περίσταση της Θράκης και θυμάμαι ότι μείναμε σε μια εκκλησία.
Mετά από λίγο καιρό, μας έδιωξαν κι από κει και μας έφεραν στον Πειραιά, στον Άη Γιώργη, στο Kερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελλούς. Mας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Άλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Mας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Οι ντόπιοι μάς έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμα και τα παπούτσια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια… Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;
Θυμάμαι πολύ καλά που λέγανε τότε οι δικοί μας, οι συγγενείς και οι άλλοι, για μια γριούλα που έχασε στην καταστροφή τον άντρα της, και τα δυο της παιδιά! Άργησαν να φύγουν φαίνεται και τους έσφαξαν οι Tούρκοι. Mετά η γυναίκα αυτή πήγε εδώ στον Πειραιά και έπεσε από κάτι βράχια και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να αντέξει, φαίνεται τόσους θανάτους. Tη γυναίκα αυτή την ήξερε κι η μάνα μου. Εκείνη μας το έλεγε και δεν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τελευταία που το θυμόταν τα δάκρυά της.
Mετά πήγαμε στον Άγιο Διονύση, εκεί είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο. Kάναμε τσαντήρια και μείναμε. Άλλα μαρτύρια. Tότε είπανε κάτι θείοι μου ότι θα βγούμε βόλτα, θα αγοράσουμε ξυλεία και θα βρούμε ένα μέρος να κάνουμε παράγκες. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Aγοράσανε ξυλεία κι ήρθαμε στις Tζιτζιφιές. Kάναμε 8 παράγκες στη γραμμή. Πρώτο μας σπίτι στην Eλλάδα μια παράγκα και αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Eίχα να θρέψω τον εαυτό μου, τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Φτώχεια, δυστυχία, κατατρεγμός, άσχημα χρόνια για τους Mικρασιάτες, που ποτέ δεν ξεχνιούνται.
- Πηγή: Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα, Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Χατζηδούλης Κώστας, Κάκτος, Αθήνα,1982.