Ο Γιάννης Τερζίδης είναι εκπαιδευτικός, Φυσικός, και φυσικός ομιλητής της ποντιακής διαλέκτου όπως συνηθίζει να λέει όταν συστήνεται. Οι μαθητές του είναι άνθρωποι όλων των ηλικιών και απόφοιτοι όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Επίσης είναι συγγραφέας βιβλίων στην Ποντιακή και φοιτητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Δημιουργική γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Πάμε να τον γνωρίσουμε!
Από πού κατάγεστε και ποια είναι η απώτερη καταγωγή σας;
Δεν θα πω «κατάγομαι». Θα πω «είμαι» από τα Κομνηνά του ν. Κοζάνης. Μεγάλωσα εκεί. Για σπουδές ήρθα στη Θεσσαλονίκη, και παρέμεινα. Ωστόσο, δεν έχω απλώς επαφή με το χωριό μου. Δεν το επισκέπτομαι. Επιστρέφω…
Τ’ εμετέρ’ έσαν ας ση Ματσούκας τα χωρία. Είνας ο πάππο μ’, ο Τερζόγλης, ας σον Κοστορτόν. Έναν μικρίκον χωρίον σην Σπέλιαν καικά. Άλλος, ο Ποπαδίτσογλης, τη μάνας-ι-μ’ ο κύρ’, ας σην Άγουρσαν. Με το ποδάρ’ επέγ’νεν έφτεινεν κερίν ση Σουμελάν.
Είστε από τους ελάχιστους «φυσικούς» και ικανούς ομιλητές της Ποντιακής σήμερα. Παράλληλα είστε και δάσκαλος της ποντιακής σε ενήλικες και παιδιά. Θεωρείτε ότι η πρώτη σας ιδιότητα, του ικανού φυσικού ομιλητή της ποντιακής διαλέκτου, είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να ισχύει η δεύτερη του δασκάλου;
Η καλή γνώση του αντικειμένου δεν αρκεί για να είναι κανείς καλός δάσκαλος. Χρειάζονται κι άλλες αρετές. Ικανή λοιπόν συνθήκη ίσως όχι, αναγκαία όμως είναι σίγουρα.
Το «φυσικός» είναι ταυτόσημο με το «ικανός» ομιλητής όταν πρόκειται για γλώσσες κατά κύριο λόγο προφορικές, όπως η Ποντιακή.
Υπάρχουν βέβαια γραπτά, κι αυτό είναι σπουδαίο. Αλλά ο όγκος δεν είναι αυτός που θα θέλαμε. Και βέβαια γράφτηκαν όταν έγινε ορατός ο κίνδυνος να χαθεί η γλώσσα.
Όσο έχουμε μελετητές που είναι και φυσικοί ομιλητές, έχουμε στα χέρια μας το απόλυτο εργαλείο. Την ικανότητα κατανόησης των πηγών σε βάθος. Αυτών που η αγωνία, όπως σας είπα, των ανθρώπων της πρώτης προσφυγικής γενιάς μας άφησε. Και την ικανότητα βέβαια να αποφεύγουμε τα λάθη στις καταγραφές μας, που πιστέψτε με πολύ συχνά είναι τραγικά.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Δεν ισχυρίζομαι πως μόνο οι φυσικοί ομιλητές μπορούν να μελετήσουν τη γλώσσα μας. Κάθε άλλο. Θέλουμε να μελετηθεί! Και να μελετηθεί από όλους! Άνοιγμα στον κόσμο θέλουμε να κάνουμε! Στο μέλλον άλλωστε δεν θα έχουμε φυσικούς ομιλητές. Λέω απλά να εκμεταλλευτούμε, όσο ακόμα μπορούμε, αυτό το απόλυτο πλεονέκτημα.
Η καταγραφή και η σε βάθος μελέτη μπορεί να μας επιτρέψει να κάνουμε το επόμενο βήμα. Να διδάξουμε τη γλώσσα των παππούδων μας στα παιδιά μας. Και να έχουμε ικανούς ομιλητές, για τους οποίους η ποντιακή δεν θα είναι η πρώτη τους γλώσσα, αλλά θα την έχουν διδαχτεί. Ο βαθμός επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν μπορώ να ξέρω ποιος ακριβώς θα είναι. Η συνταγή όμως δε μπορεί να είναι άλλη από αυτή που σας είπα.
Η ποντιακή και η κυπριακή διάλεκτος είναι οι μόνες επιζήσασες ελληνικές διάλεκτοι που ακούγονται σήμερα. Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον τους; Θα τα καταφέρουν να επιβιώσουν και να περάσουν στις επόμενες γενιές; Ποια μέτρα πρέπει να λάβουμε για να το πετύχουμε ως κοινότητες;
Για τα Κυπριακά δεν μπορώ να έχω άποψη. Θα πω ότι τους χαίρομαι. Ίσως, όμως, κάποιος γνώστης μπορεί να βλέπει κι εκεί προβλήματα.
Τα Ποντιακά καλύπτουν πλέον πολύ συγκεκριμένες μορφές επικοινωνίας. Κι αυτό, όχι για πολλούς. Η πολύ περιορισμένη χρήση θα έχει ως αποτέλεσμα, αν μείνουμε αδρανείς, η επόμενη γενιά να έχει απλώς μια αμυδρή εικόνα. Μένει λοιπόν σ’ εμάς να αποτυπώσουμε τη γλώσσα ως ήχο ή ως γραφή. Είναι χρέος μας αν θέλετε απέναντι στους παππούδες μας, αλλά και στα παιδιά μας. Εδώ όμως κυρία Ιωαννίδου χρειάζεται προσοχή.
Ξέρετε, εύκολα μπορεί κάποιος να έχει την αυταπάτη ότι μιλάει Ποντιακά, ενώ στην ουσία η δομή του λόγου του να είναι καθαρά Νεοελληνική.
Χάνεται έτσι ο πλούτος, το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η γλώσσα μας, η ταυτότητά μας. Δεν μιλάμε για κανενός είδους εξέλιξη. Δεν μιλάμε για ώσμωση με την Κοινή Νέα Ελληνική και φθίνουσα πορεία. Πρόκειται για την ίδια την Κοινή Νέα Ελληνική, που με στοιχεία αρχαίας και καθαρεύουσας, προσπαθεί να μιμηθεί την ποντιακή. Ένα γλωσσικό μόρφωμα που θυμίζει μετάφραση Google. Η κατάσταση γίνεται δύσκολη και πολύπλοκη, εξαιτίας απλοϊκών προσεγγίσεων. Κι αυτό δεν είναι ευφυολόγημα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε απαισιόδοξοι. Νομίζω πως οι άξονες που πρέπει να κινηθούμε είναι τρεις: Μελέτη, καταγραφή, διδασκαλία. Με επίγνωση όμως των δυσκολιών, προς αποφυγή συστηματικών λαθών από τα οποία έχουν κατακλυστεί πολλές κατά τ’ άλλα αξιόλογες προσπάθειες.
Τι γίνεται με τους ομιλούντες την Ποντιακή, τα «Ρωμαίικα» όπως τα λένε οι ίδιοι, στον σύγχρονο Πόντο; Είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι δικοί μας παππούδες και γιαγιάδες; Έχουν «εξελιχθεί» κι αυτά εγκολπώνοντας στοιχεία από την καθομιλουμένη όπως και τα Ποντιακά που ομιλούνται σήμερα στην Ελλάδα;
Ένας βασικός δείκτης του πόσο και τίνι τρόπω η Ποντιακή επηρεάστηκε από την Ελληνική, την Τουρκική ή τη Ρωσική, είναι το επίπεδο στο οποίο μπορεί να γίνει διάλογος μεταξύ των Ποντίων εδώ, στον Πόντο, και στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Διαπιστώνω λοιπόν ότι η γλώσσα μας επηρεάστηκε, αλλά παρέμεινε ζωντανή. Τουλάχιστον μέχρι τη δική μου γενιά. Με πολλούς από τους παλιννοστούντες εκ Ρωσίας και Γεωργίας, με κάποιους που είναι ακόμα εκεί, βλέπω ότι είμαστε πιο «κοντά» απ’ όσο με άλλους εδώ Πόντιους. Αυτό γιατί έλκουν την καταγωγή τους από τη Σαντά π.χ., την Τραπεζούντα ή την Εγγύς «Ανεφορία». Πολύ κοντά, δηλαδή, στη δική μου Ματσούκα.
Ρωμαίικα λέμε εμείς εδώ και τη γλώσσα των παππούδων μας, καθώς και στη Ρωσία, τη Γεωργία κτλ. Στον Πόντο οι εναπομείναντες λένε Rumca.
Μπορώ να μιλήσω χωρίς κανένα πρόβλημα, ιδίως με τους Τονγιαλήδες. Είναι η ίδια γλώσσα προφανώς, έτσι όπως διαμορφώθηκε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες.
Κοιτάξτε. Εδώ έχουμε τα έργα των Μελανοφρύδη, Ζερζελίδη, Χριστοφορίδη. Στη Ρωσία επίσης έχουν γραφτεί έργα. Ένας μελετητής μπορεί να συγκρίνει με αυτά τη γλώσσα τού σήμερα και να μιλήσει είτε για εξέλιξη είτε για αλλοίωση και φθορά. Συνηθίζω να λέω ότι γράφοντας, είχα κατά νου το εξής: Γιά θα δεβάζ’ ατο κι ακούει ο γέρον σο χωρίον και πεγνεύκετ’ ατο, γιά εξούκ ας έν’! Ας λείπει καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση έχουμε μια πυξίδα.
Για τα Rumca δεν υπάρχουν γραπτά που να αποτυπώνουν τη γλώσσα εκεί, όπως ήταν πριν από την Ανταλλαγή και τις πρώτες δεκαετίες μετά. Αυτό που αντιλαμβάνομαι, όμως, είναι ότι κι εκεί, όπως κι εδώ, μετά την Ανταλλαγή η γλώσσα κάλυπτε μόνο την ενδοκοινοτική επικοινωνία. Η γλώσσα, όπως ξέρετε, γεννιέται από τον πολιτισμό, και τον γεννάει. Και πλέον δεν υπήρχε η αίγλη του παρελθόντος. Όπως τότε που τα Ρωμαίικα ακούγονταν σ’ όλο τον Πόντο και οι ανάγκες επικοινωνίας διαμόρφωσαν μια πολύ πλούσια γλώσσα. Τότε που «σ’ εμέτερα κέσ’ βαρέα Τούρκ’ ’κ’ έσαν. Που έσαν πα, απ’ εμάς έσαν κ’ ετούρκ’σαν. Ρωμαίικα εκαλάτσευαν». Πριν από την Ανταλλαγή, ο παππούς μου δεν χρειάζονταν άλλη γλώσσα για να επικοινωνήσει ακόμα και στην Τραπεζούντα.
Το βιβλίο σας με το οποίο συστηθήκατε στο ποντιακό κοινό, το Αέρα σ’ μαναχόν κανείται…, αγαπήθηκε από τον κόσμο και πηγαίνει για τρίτη έκδοση. Η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή στην ποντιακή διάλεκτο συνδέεται με τυχόν λογοτεχνικές ανησυχίες ή πηγάζει από την ανάγκη να διασωθεί η γλώσσα στη γραπτή της μορφή;
Η συγγραφή λογοτεχνικού έργου συνδέεται, εννοείται, με ανάλογες ανησυχίες. Θεωρώ, μάλιστα, πως η ανάγκη να γράψει κανείς είναι «ώριμο τέκνο» της αγάπης για τη λογοτεχνία. Της αγάπης για το διάβασμα.
Από την άλλη, η αγωνία για τη γλώσσα της καρδιάς μας, ήταν και θα είναι κινητήριος μοχλός. Θέλησα να αποτυπωθεί όπως την άκουγα, από τους παππούδες μου, που μεσήλικες πλέον ήρθαν από την «Πατρίδα». Και μέσα από τη γλώσσα να φανερωθεί ένας κόσμος, ένας πολιτισμός ολόκληρος.
Εξάλλου ποιος θα μπορούσε να διηγηθεί καλύτερα; Άφησα τη γλώσσα του πρόσφυγα να μιλήσει για προσφυγιά.
Όπως είπατε, εξαντλείται η δεύτερη έκδοση. Το ταξίδι συνεχίζεται. Με φτερά φτιαγμένα από πάθος, αγωνία, διορατικότητα, ανθρώπων σαν τον Χριστόφορο Χριστοφορίδη, τον Δημήτρη Λαμπρόπουλο, τον Στάθη Ταξίδη.
Εκτός από τη διδασκαλία των Ποντιακών και την συγγραφή πρωτότυπων έργων στην ποντιακή διάλεκτο, ποιες άλλες δραστηριότητές σας σχετίζονται με την ποντιακή γλώσσα και τον πολιτισμό;
Τα δυο τελευταία χρόνια επιμελήθηκα δύο πολύ αξιόλογα έργα. Το πρώτο είναι η νέα έκδοση, στην Ποντιακή, του πολύ γνωστού έργου Ταμάμα του Γιώργου Ανδρεάδη. Ένα βιβλίο που μιλάει για τη «Λευκή Σφαγή», ένας ύμνος στα ανθρώπινα ιδεώδη, πρόκειται να βρεθεί σύντομα στα βιβλιοπωλεία.
Το δεύτερο είναι μια μεταφορά στην Ποντιακή της τραγωδίας του Αισχύλου Προμηθέας δεσμώτης, από τον Γεώργιο Κυριακίδη. Ο Γεώργιος Κυριακίδης γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1900, κι αυτό πολλαπλασιάζει την αξία του έργου.
Η δυσκολία της δικής μου δουλειάς μεγάλη, αφού έφτασε στα χέρια μου ένα χειρόγραφο γραμμένο το 1960. Εξίσου μεγάλο όμως και το ενδιαφέρον για τη μελέτη της γλώσσας.
Τελειώνοντας, με πιο χαλαρή διάθεση να προσθέσω πως ως φοιτητής ήμουν μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Ποντίων Φοιτητών. Αυτός ο χώρος έχει κάτι μαγικό. Δένει με δεσμούς «αίματος» τα μέλη του, ανεξάρτητα απ’ τις εποχές. Συνηθίζω να λέω με περηφάνια πως υπήρξα χορευτής, χοροδιδάσκαλος και μέλος της θεατρικής ομάδας.
Αλεξία Ιωαννίδου