Μας αρέσει – δεν μας αρέσει, η έλευση του Γερμανού καγκελάριου στην Αθήνα είχε και μια σημειολογία. Την επομένη της άφιξής του, πριν από 82 χρόνια, η Ελλάδα έμπαινε σε πόλεμο με τη φασιστική Ιταλία, σύμμαχο της ναζιστικής Γερμανίας.
Είναι σημαντική στιγμή της ιστορίας για να μην ληφθεί υπόψη από την ελληνική κυβέρνηση που προσκάλεσε τον Όλαφ Σολτς στην ελληνική πρωτεύουσα. Η επιλογή ημερομηνίας έγινε συνειδητά.
Ο Γερμανός επίσημος επισκέφθηκε μάλιστα και την Ακρόπολη, όπου επί Κατοχής ήταν αναρτημένη η σβάστικα.
Αν θα μέναμε λίγο ακόμη στην ιστορία για να καταλάβουμε το σημερινό status τής πιο ισχυρής, οικονομικά, ευρωπαϊκής δύναμης, η Γερμανία άργησε να συγκροτηθεί ως ενιαίο κράτος. Το πέτυχε μόλις το 1871, και έχασε τον αγώνα διανομής των αποικιοκρατικών περιοχών στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν η Γαλλία και η Αγγλία. Η επιθυμία της να κερδίσει αποικιοκρατικά εδάφη την οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους (ουσιαστικά επρόκειτο περί ενός, με δύο φάσεις) και αιματοκύλησε την ανθρωπότητα στον 20ό αιώνα.
Σε όλη αυτήν την ιστορική της διαδρομή η Γερμανία βρέθηκε απέναντι στην Ελλάδα και ενθάρρυνε τους συμμάχους της (Τούρκους, Ιταλούς, Βουλγάρους) να πραγματοποιήσουν θηριωδίες –μέχρι και Γενοκτονία, στην περίπτωση της Τουρκίας– κατά των Ελλήνων.
Σήμερα η Γερμανία προσπαθεί με επιμονή να λειάνει τις αρνητικές εντυπώσεις από το παρελθόν. Και ίσως όλοι οι Γερμανοί να μην υποστήριξαν τον ναζισμό – στην αναζήτηση, όμως, της διαχρονικής γερμανικής συμπεριφοράς, υπάρχει μια έννοια που διατρέχει τη γερμανική ιδεολογία: Το κίνημα Völkisch έχει επηρεάσει την γερμανική συνείδηση. Και συνεχίζει να την επηρεάζει.
Ένα έθνος που νιώθει κάθε τόσο την ανάγκη να διακηρύσσει την «κανονικότητά» του με επιδεικτικό τρόπο, γεννά αναπόφευκτα υποψίες.
Όπως διερωτάται ο ιστορικός Saul Friedländer για τη Γερμανία (αλλά ισχύει και για την Τουρκία): «Είναι κανονική κοινωνία μια κοινωνία χωρίς μνήμη, μια κοινωνία που προσπαθεί να αποσιωπήσει την τραγωδία, που διαγράφει το παρελθόν της για να ζήσει, μόνο, στο παρόν και το μέλλον;».
Και όπως γράφει στο βιβλίο του Η γοητεία του ανορθολογισμού ο Richard Wolin, «σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, η πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας διακρίνεται από μια αξιοσημείωτη ικανότητα άσκησης διαυγούς αυτοκριτικής. Το γεγονός ότι μετά την ενοποίηση διαμορφώθηκε μια νέα εθνική συναίνεση, που θεωρεί ότι αυτή η αυτοκριτική ήταν υπερβολική ή ότι απαιτείται μια νέα, λιγότερο αναστοχαστική στάση –που θα συμβαδίζει με τις ανάγκες της “κανονικοποίησης”– προκαλεί έντονο προβληματισμό».
Σε αυτήν την «κανονικοποίηση» θέλησε να βοηθήσει ο Κ. Μητσοτάκης τη Γερμανία με την πρόσκληση προς τον Γερμανό καγκελάριο να επισκεφθεί την Αθήνα την ημέρα μνήμης του Έπους του ’40.
Η σύγχρονη Γερμανία, η Γερμανία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναπτύσσει έναν νέο εθνικισμό που εγείρει το φάσμα μιας Γερμανίας που ακολουθεί τον δικό της δρόμο, απορρίπτοντας την κοσμοπολίτικη-ευρωπαϊκή ταυτότητα υπέρ ενός νέου γερμανικού επαρχιωτισμού.
Δεν είναι τυχαίο που ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος συναντήθηκε με τον Σολτς στο Παρίσι μια μέρα πριν από την άφιξη του Γερμανού καγκελάριου στην Αθήνα, τον χαρακτήρισε «μοναχικό καβαλάρη».
Η Ευρώπη οικοδομήθηκε και προχώρησε, όσο προχώρησε, γύρω από τον λεγόμενο γαλλογερμανικό άξονα. Ο άξονας αυτός σήμερα δεν υφίσταται. Η απόκλιση είναι μεγάλη. Είναι αμφίβολο αν το χάσμα μπορεί να καλυφθεί.
Η Γερμανία βρίσκεται απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και αυτό δεν είναι καλό ούτε για την Ευρώπη ούτε για την Γερμανία, ούτε για τη ειρήνη στην ήπειρο.
Ενώ το Βερολίνο θέλει την κοινή αγορά και την εκμεταλλεύεται όσο μπορεί, δεν επιθυμεί καμιά διαδικασία περαιτέρω ενοποίησης της Ευρώπης, έστω με έναν μίνι κοινό προϋπολογισμό.
Η συμπεριφορά της Γερμανίας δεν δίνει ελπίδες στους ευρωπαϊστές. Και αν δεν θέλει η μεγαλύτερη οικονομία της Ένωσης, βήματα δεν γίνονται.
Νά μερικά ανησυχητικά σημάδια.
- Η Γερμανία, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που προκάλεσε κυρίως ο πόλεμος, θα δανειστεί 200 δισ. ευρώ. Η ίδια, και όχι μέσω ΕΕ. Που σημαίνει πως η Γερμανία αδιαφορεί για το τι θα κάνουν τα άλλα κράτη μέλη με χαμηλότερη κατάταξη αξιοπιστίας στη διεθνή αγορά. Δεν επιθυμεί ούτε πλαφόν στο αέριο, ούτε κοινή αγορά του από τα κράτη μέλη της ΕΕ ώστε να υπάρξει καλύτερη διαπραγμάτευση της τιμής.
- Η Γερμανία αποφάσισε, επίσης, να επενδύσει 100 δισ. ευρώ για την αναδιοργάνωση του στρατού της. Αλλά ο στρατός αυτός δεν θα έχει καμιά σχέση με την ΕΕ. Θα είναι γερμανικός στρατός. Άρα, ούτε κοινή άμυνα θέλει να διαμορφώσει. Για ποιον λόγο οι ευρωπαϊκές χώρες να δεχθούν έναν ισχυρό γερμανικό στρατό που μπορεί να επαναλάβει το θλιβερό παρελθόν; Μήπως ένας από τους λόγους που οι ιδρυτές της ΕΕ σκέφθηκαν να οικοδομήσουν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν ήταν και ο έλεγχος της Γερμανίας; Θα την αφήσουν τώρα με έναν ισχυρό στρατό εκτός ελέγχου ΕΕ;
- Τον Μάιο του 2020 το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην αγορά ομολόγων με το αποκαλούμενο «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» αντίκειται, εν μέρει, στο γερμανικό Σύνταγμα. Και αυτό γιατί η ΕΚΤ δεν δικαιολόγησε επαρκώς την αρμοδιότητά της στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο από το 2018 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου είχε κρίνει ότι το πρόγραμμα συνάδει απολύτως με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Κατά συνέπεια οι Γερμανοί δικαστές φαίνεται να αμφισβητούν την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου. Άρα η Γερμανία υπονομεύει και το ενωσιακό δίκαιο.
Σε πρόσφατο σχόλιό της η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung έγραψε ότι τη στιγμή που ο πόλεμος επέστρεψε στην Ευρώπη και η ήπειρος αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σε πολλές χώρες διαδίδεται η εντύπωση ότι «οι Γερμανοί σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και κάνουν ό,τι είναι καλύτερο για τους ίδιους». Αυτό δεν είναι εντελώς λάθος, καταλήγει η εφημερίδα.
Στα ελληνογερμανικά, το παρελθόν είναι επιβαρυμένο. Ούτε η σημερινή κυβέρνηση θα συζητήσει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα. Αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί. Αυτό έχει γίνει κανονικότητα και δύσκολα θα καταφέρει κάποια ελληνική κυβέρνηση να το προωθήσει.
Οι συζητήσεις Μητσοτάκη-Σολτς επικεντρώθηκαν στα ενεργειακά, τους εξοπλισμούς και τα ελληνοτουρκικά. Και ακούστηκαν καλά λόγια από τον Γερμανό καγκελάριο. Λόγια καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας και αυτονόητης υποστήριξης της ελληνικής κυριαρχίας νησιών με αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό δεκάδων χιλιάδων κατοίκων.
Το ζήτημα είναι αν η Γερμανία θα αλλάξει πολιτική στην πράξη απέναντι στην Τουρκία.
Δεν μπορεί το Βερολίνο να υποστηρίζει την ακεραιότητα της Ελλάδας και να καταγγέλλει τις τουρκικές απειλές, κι από την άλλη να δίνει τη δυνατότητα στην Άγκυρα να προμηθεύεται τα γερμανικά υποβρύχια. Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική των ΗΠΑ. Μοιάζει με πολιτικό δούλεμα, από τη μια οι δύο χώρες να υποστηρίζουν την Ελλάδα και από την άλλη να παρέχουν στην Τουρκία οπλικά συστήματα που της δίνουν τη δυνατότητα να επιτεθεί.
Αλλά και σε άλλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής του το Βερολίνο βρίσκεται σε απόσταση από την Αθήνα:
- Οι συναντήσεις που κατά καιρούς συγκαλεί η Γερμανία για τη Λιβύη, και ενώ προσκαλεί την Τουρκία, αγνοεί την Ελλάδα.
- Η Διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια η οποία θα μπορούσε να υποστηριχθεί να είναι μια πρωτοβουλία της Ελλάδας, έχει αναληφθεί από τη Γερμανία.
Στην Αθήνα, πάντως, επικρατεί η αίσθηση πως ο Σολτς θα ακολουθήσει μια πολιτική διαφορετική από το μότο της Μέρκελ «να μην ενοχληθεί ο Ερντογάν».
Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι ποια Ευρώπη θα θελήσουν οι ΗΠΑ να διαμορφωθεί την επομένη του ουκρανικού πολέμου.
Η Ουάσινγκτον έσυρε μέχρι εξευτελισμού τις ευρωπαϊκές χώρες, μηδέ της Γερμανίας και της Γαλλίας εξαιρουμένης, σε έναν πόλεμο, στην αναγκαιότητα του οποίου δεν πίστευαν. Και οι μεταπολεμικοί ρόλοι θα διανεμηθούν πάλι από τις ΗΠΑ.
Μένει να το δούμε ποιος θα αναλάβει τι στη σκηνή του ευρωπαϊκού θεάτρου.