Στο 2% ανέρχεται πλέον το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μετά και τη σημερινή άνοδό του κατά 0,75%, τη δεύτερη για το 2022. Παρά τον αυξημένο κίνδυνο ύφεσης που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ άφησε σήμερα ανοικτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις των επιτοκίων στο άμεσο μέλλον. Μετά τη σημερινή αύξηση το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (από 2 Νοεμβρίου) διαμορφώνεται στο 2% και αυτό της αποδοχής καταθέσεων (από τις τράπεζες) στο 1,5%.
Η ΕΚΤ προχώρησε και σε ακόμα ένα μέτρο που οδηγεί στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τροποποιώντας του όρους με τους οποίους χορηγεί ρευστότητα στις τράπεζες.
Oπως αναφέρει στην απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε την απόφαση και αναμένει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, προκειμένου να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα βασίσει τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων στις εξελισσόμενες προοπτικές για τον πληθωρισμό και την οικονομία, ακολουθώντας την προσέγγισή του κάθε συνεδρίαση.
Η αύξηση των επιτοκίων στο υψηλότερο επίπεδο από το 2009, υπαγορεύτηκε από την εκτίναξη του πληθωρισμού. Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός και θα παραμείνει πάνω από τον στόχο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Περιορίζει τη ρευστότητα στις τράπεζες
Η ΕΚΤ αποφάσισε επίσης να καταστήσει λιγότερο ελκυστικό το πρόγραμμα εξαιρετικά φθηνών δανείων 2,1 τρισ. ευρώ, (TLTRO III το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή λίγο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας) προκειμένου να ενθαρρύνει τις τράπεζες να τα αποπληρώσουν πρόωρα.
Η κίνηση είναι το πρώτο βήμα προς τη συρρίκνωση του ισολογισμού της ΕΚΤ ύψους 8,8 τρισ. ευρώ και αναμένεται να ακολουθηθεί από μείωση του ποσού της επανεπένδυσης των ομολόγων τα οποία έχει στο χαρτοφυλάκιο της και λήγουν. Οι αποφάσεις για το ζήτημα αυτά θα οριστικοποιηθούν στην συνεδρίαση του ΔΣ το Δεκέμβριο.
Αυξημένος ο κίνδυνος ύφεσης
Αναφερόμενη στην πορεία της οικονομίας η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ εκτίμησε ότι αναμένεται περαιτέρω αποδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, αλλά και την αρχή του 2023. Ωστόσο όπως υπογράμμισε τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης για την προστασία της οικονομίας από τις επιπτώσεις των υψηλών τιμών της ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά και να στοχεύουν στους πιο ευάλωτους. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και την ενίσχυση του ενεργειακού εφοδιασμού. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν δημοσιονομικές πολιτικές που δείχνουν ότι έχουν δεσμευτεί να μειώσουν σταδιακά τους υψηλούς δείκτες δημόσιου χρέους.
Όπως ανέφερε οι σοβαρές διαταραχές στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο έχουν επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση και η εμπιστοσύνη τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων μειώθηκε ραγδαία, γεγονός που επιβαρύνει επίσης την οικονομία. Η ζήτηση για υπηρεσίες επιβραδύνεται. Επιπλέον, η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται πιο αργά, σε ένα πλαίσιο επίμονης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, ιδίως λόγω του αδικαιολόγητου πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης. Η επιδείνωση των όρων εμπορίου, καθώς οι τιμές που καταβάλλονται για τις εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από αυτές που λαμβάνονται για τις εξαγωγές, επιβαρύνουν τα εισοδήματα στη ζώνη του ευρώ.