Μπορεί από το 1912 τα Δωδεκάνησα να βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή, ωστόσο με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου εκατοντάδες κάτοικοι έσπευσαν να καταταγούν στο Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν και η απελευθέρωση των νησιών.
Το συγκεκριμένο Σύνταγμα αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον πόλεμο του ’40.
Επικεφαλής της προσπάθειας ήταν η δωδεκανησιακή νεολαία που βρισκόταν στην Αθήνα και η οποία δυναμικά ζητούσε να καταταγεί. Το αίτημα αρχικά απορρίφθηκε· οι αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά κάμφθηκαν μόνο μετά την ίδρυση της Κεντρικής Δωδεκανησιακής Επιτροπής υπό τον Ιωάννη Καζούλη.
Κατόπιν επίμονων πιέσεων, και παρά τα προβλήματα εξοπλισμού και διοικητικής μέριμνας, δέχθηκε την κατάταξη των ιταλικής υπηκοότητας Ελλήνων. Έτσι το Σύνταγμα Δωδεκανησίων συγκροτήθηκε ως τακτική μονάδα του Ελληνικού Στρατού.
Η κατάταξη κράτησε από τις 20 Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1940 και παρουσιάστηκαν συνολικά 1.924 εθελοντές κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και μορφωτικού επιπέδου, εκ των οποίων κρίθηκαν ικανοί οι 1.665. Αργότερα ο αριθμός αυτός μειώθηκε στους 1.586 άνδρες.
Μιας και οι Δωδεκανήσιοι δεν επαρκούσαν για την πολεμική συγκρότηση ενός συντάγματος, η υπόλοιπη δύναμη συμπληρώθηκε από στρατιώτες που κυρίως καταγόταν από άλλα νησιά του Αιγαίου και από έφεδρους του Πολεμικού Ναυτικού.
Με την επιμονή του διοικητή του συντάγματος Μάρκου Κλαδάκη ξεπεράστηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό οι ελλείψεις σε οπλισμό, ιματισμό, εκπαιδευτές και στελέχη. Όλος ο οπλισμός και τα υλικά διατέθηκαν μόνο από τον Ελληνικό Στρατό, καθώς η βοήθεια που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι δεν έφτασε ποτέ.
Το Σύνταγμα προωθήθηκε στο μέτωπο όπου πήρε μέρος σε επιχειρήσεις μαζί με άλλες μονάδες. Μετά την εισβολή των Γερμανών άρχισε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού τον Απρίλιο του 1941 και οι εθελοντές κατόρθωσαν να φτάσουν στην Αθήνα μετά από αφάνταστη ταλαιπωρία.
Πολλοί από το ιστορικό Σύνταγμα μπόρεσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή και κατετάγησαν στις ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις και στον Ιερό Λόχο.