Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ» και ακροστιχίδα: «εις τον Ιωσήφ του Ρωμανού έπος». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
θ’. «Τους τρόπους σου παρατηρώ και είν’ ωραίοι σε όλα,
»γι’ αυτό εσένα προτιμώ απ’ όλους μας τους δούλους.
»Είν’ η ματιά σου καθαρή μα και σεμνή αντάμα, κι έχει πειθώ ο λόγος σου.
»Η στάση και το αίσθημα, κι η αύρα που εκπέμπεις, έχουνε μία αρχοντιά που είν’ όπως μ’ αρέσει.
»Έλα λοιπόν, πλησίασε, άκου αυτά που λέω· έχω μεγάλα σχέδια για σένα, να το ξέρεις, έλα κοντά μου μια στιγμή να σου τα εξηγήσω.
»Εάν κάνεις ό,τι σου πω, θα έχεις όλα τα καλά – ό,τι ποθεί η ψυχή σου·
»με πλούσια δώρα ένα σωρό είναι να σ’ ανταμείψω.
»Πιο πάνω κι απ’ τον άντρα μου, να ξέρεις, θα σε έχω,
»κι αμέσως θα φροντίσω εγώ να σ’ απελευθερώσω.
»Αυτός που στης βασίλισσας κοιμάται το κρεβάτι, δούλος ποτέ δεν λέγεται, σκλάβος ποτέ δεν είναι.
»Αν απ’ την άλλη δεν πειστείς σε τούτα που σου λέω, θα μπεις σε περιπέτειες – με τη φωτιά θα παίξεις· και τότε γω θε να σου πω πως τα ’θελες και τα ’παθες, δικαίως τιμωρείσαι.
»Μέσα σε μαύρη φυλακή γι’ αρχή σε ρίχνω πρώτα,
»κι ύστερα θα ’ρθει η εκτέλεση με βάσανα και πόνο.
»Τον εαυτό σου αν σκέφτεσαι έτσι να αδικήσεις, σκέψου καλά και πρόσεχε,
»δεν είν’ όπως νομίζεις, δεν είν’ αλήθεια αυτό που λες:
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
ι’. Αυτά είναι που του έλεγε εκείνη η γυναίκα· μάταια, όμως· δεν μπόρεσε
διόλου να τον κλονίσει, ότι έστεκε ασάλευτος σαν πύργος πά’ σε κάστρο.
Καθόλου δεν χαυνώθηκε μ’ όλες τις κολακείες· ο νους του σ’ επαγρύπνηση, και φρόντιζε τους λογισμούς πιότερο να προσέχει.
Καμάρι είχε και καύχημα αυτός τη σωφροσύνη, μην την πατήσει ο εχθρός, μην την του μαγαρίσει.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, ούτε ψυχή τριγύρω· μονάχος ξάφνου απόμεινε μ’ αυτήν την ξαναμμένη.
Φρόντισε και τους έδιωξε απ’ τα δώματά της όλους,
κι αφού τον ξεμονάχιασε, έτσι του παραγγέλνει:
«Ως πότε θα ανέχομαι δούλο που παρακούει;
»Τελειώσανε τα ψέματα· την αγκαλιά σου έφτασε η ώρα ν’ απολαύσω.
»Κανείς απ’ το προσωπικό δεν είναι εδώ τώρα, είμαστε ολομόναχοι
»και δεν υπάρχει εμπόδιο· θα γίνει το δικό μου!».
Μωρέ τι βέλη ήταν αυτά, σαΐτες πυρωμένες που του ’ριχνε ακατάπαυστα;
Μα στόχο αυτά δεν βρίσκανε, κι οι φλόγες δεν τον πιάναν.
Ήταν σαν πυροσβεστική η κυρά-σωφροσύνη, μάνικα είχ’ αστέρευτη
κι έσβην’ αυτή τις φλόγες που έρχονταν τα λόγια της ύπουλα για ν’ ανάψουν,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
ια’. Κι όπως τα έλεγε αυτά μ’ ερωτική μανία,
έρχεται καταπάνω του στα χάδια να τον πνίξει.
Κι εδώ είναι που σοβάρεψε το πράγμα, καθώς λένε, και μπήκε έτσι ο Ιωσήφ σαν αθλητής σπουδαίος στου πειρασμού το γήπεδο, στης πάλης την κονίστρα,
για να παλέψει αντίπαλο που ξεγλιστρά κι αλλάζει όποτε θέλει τη μορφή και τα τεχνάσματά του.
Κι όπως η πάλη αρχίνησε, μπήκαν μες στην κονίστρα δύο κριτές και στάθηκαν στους αθλητές αντάμα.
Η αγνότητα στον Ιωσήφ ήρθε του παραστέκει
και η λαγνεία ήρθε κι αυτή και πήγε στη γυναίκα σιμά να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει.
Ανάμεσα εκεί σ’ αυτούς αγώνα δίν’ ο ενάρετος λάτρης της σωφροσύνης·
κι η επίβουλη εκεί κι αυτή να τον καταπαλέψει.
Λαβές είχε παλαιστικές θέλγητρα γυναικεία, και τον καλούσε συνεχώς να πέσουν στη μοιχεία.
Μα κείνος ο γενναίος σκληρά αντιστεκότανε και την αισχρή αντίπαλο ήθελε να νικήσει.
Κι ήταν κοντά στον Ιωσήφ άγγελοι παραστάτες,
κι εκείνην τη συντρέχανε οι πονηροί δαιμόνοι.
Κι ο Δέσποτας από ψηλά έβλεπε τον αγώνα
και με επαίνους έστεφε τον νέο που νικούσε,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
ιβ’. Τότε μιλάει ο Ιωσήφ, ο Ιωσήφ φωνάζει, και λέει της Αιγύπτιας που ’χε παραφρονήσει,
κι έτσι της απευθύνεται με λόγια σωφροσύνης:
«Δούλος σου είμ’ το ξέρω, εσείς με αγοράσατε, άλλοι είν’ που με πουλήσαν κι ο άδικος ο »φθόνος τους φταίει και τα τραβάω.
»Το σώμα κι αν πουλήθηκε, ελεύθερ’ η ψυχή μου!
»Χαρτί, μελάνι, υπογραφές απάνω σε συμβόλαιο μαύρης δουλεμπορίας,
»την αρχοντιά δεν σβήνουνε, αν έχει ο που πουλήθηκε ευγένεια και τρόπους.
»Μήπως μπορεί η καταχνιά που στον αέρα απλώνεται το φως για να μουντώσει,
»του ήλιου τη λαμπρότητα κάποτε να την σβήσει;
»Φυσάει ο γερο-άνεμος, φυσά ένα αέρι κι η καταχνιά σκορπίζεται, το σύννεφο περνάει
»κι οι ακτίνες του ηλιάτορα και πάλι καταλάμπουν.
»Έτσι είν’ και τούτ’ η καταχνιά που ’πεσε στη ζωή μου, περαστική θα ’ν’ η σκλαβιά·
»τ’ ωραίο φως της λευτεριάς για εμέ θα ξαναλάμψει.
»Θα ’ρθει στιγμή που η Αίγυπτος, ολάκερη η χώρα, μπροστά μου θα υποκλιθεί και θα μ’ αναγνωρίσει,
»γιατί δεν υποκλίθηκα, δεν έχω γονατίσει μπρος στις αισχρές τις ηδονές.
»Από παλιά μου τα ’χε πει, μου τα ’χε προμηνύσει,
»ο μόνος που όντως δύναται το μέλλον να γνωρίζει,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
ιγ’. Κι αυτή, σαν άκουσε αυτά τα λόγια που είπ’ ο νέος,
την κολακεία βάζει μπρος και ματαδοκιμάζει
και κάτι τέτοια του ’λεγε: «Τ’ ότι δούλου φερσίματα εσύ δεν έχεις διόλου,
»στην πράξη το διαπίστωσα και είμαι πεπεισμένη, το παραδέχομαι λοιπόν, σ’ το λέω και γω η ίδια.
»Όλα σου τα καθήκοντα τα φέρνεις συ σε πέρας με τρόπους που αρμόζουνε σ’ ελεύθερο πολίτη.
»Και σ’ ό,τι έχεις κάνει, στις πράξεις σου, στα έργα, ήσουνα αψεγάδιαστος.
»Στις σχέσεις με τους άλλους –τους δούλους, λέω, του παλατιού– ήσουν καθ’ όλα άψογος· ούτ’ ένας είναι που θα πει κακό πως του ’χεις κάνει.
»Αυτά, όμως, όλα μαρτυρούν ευγενική καταγωγή· θα πρέπει κάποιοι άρχοντες να ήταν οι γονείς σου.
»Γι’ αυτό κι η μοίρα σ’ έριξε μες στα δικά μου χέρια,
»για να σε οδηγήσω σε θέση ακόμ’ ανώτερη, για να ’χεις περισσότερα, ψηλά όπως σου πρέπει.
»Η Αίγυπτος ολόκληρη θα υποκλιθεί σε σένα –καλά τα λες–, αλλά αυτό μόνο του δεν θα γίνει· εγώ είμ’ αυτή που θα το πω, γω θα το κανονίσω.
»Αρκεί να το αποδεχτείς, τα μάτια σου ν’ ανοίξεις· κι εμένα που είμ’ αφέντρα σου
»και έχω αγάπη και στοργή για σένα πάντα εντός μου,
»δέξου με κι έλα εδώ μαζί χαρά να μοιραστούμε·
»και μην αποθαρρύνεσαι κι άλλο πια μην φοβάσαι
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».