Το ημερολόγιο έγραφε 23 Νοεμβρίου 1930 και η πόλη του Κιλκίς ήταν από νωρίς στο πόδι. Η Μεγάλη Καμπάνα του Καρς, το κειμήλιο των 4 τόνων που πήραν μαζί τους οι Πόντιοι πρόσφυγες, έπαιρνε τη θέση του στον αύλειο χώρο της μητρόπολης.
«Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά ‘ς σην εγκλασίαν, επήγα, εγκαλάστα ‘το, εφίλεσα ‘το κι έκλαψα» περιέγραψε η θεία του φιλόλογου και συγγραφέα Δημήτριου Νικοπολιτίδη.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κυριακή στο Κιλκίς έγινε η αναπαράσταση της άφιξης της Μεγάλης Καμπάνας. Οι «Αργοναύτες» μαζί με ποντιακούς συλλόγους της ευρύτερης περιοχής μετέφεραν ένα αντίγραφο από το Δημοτικό Στάδιο μέχρι το Δημοτικό Πάρκο «Κήπος».
Την ιστορία του μοναδικού αυτού κειμηλίου παρουσίασε ο πρώην δήμαρχος Κιλκίς Αναστάσιος Αμανατίδης, παρουσία του μητροπολίτη Πολυανής, Κιλκισίου και Αγίου Αθανασίου Βαρθολομαίου.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης που ήταν υπό την αιγίδα της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς παρουσιάστηκαν φωτογραφίες από το αρχείο του Δημήτριου Νικοπολιτίδη.
Το δώρο του τσάρου που κατέληξε σε χυτήριο
Η Μεγάλη Καμπάνα του Καρς ήταν δώρο του τσάρου Νικόλαου Β’ στους Πόντιους της περιοχής και κοσμούσε τον μητροπολιτικό ναό – ο ήχος της μπορούσε να ακουστεί σε απόσταση 20-25 χιλιομέτρων.
Κατά τον ξεριζωμό μεταφέρθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε ως το 1929. Η τοποθέτησή της στο Κιλκίς έγινε σε πανηγυρικό κλίμα και αποτέλεσε προσκύνημα, ιδιαιτέρως για τους Καρσλήδες.
Το 1958 με εντολή του τότε μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Ιωακείμ Σμυρνιώτη το σπουδαίο αυτό κειμήλιο εστάλη σε χυτήριο της Θεσσαλονίκης. Προέκυψαν επτά μικρότερες καμπάνες, οι οποίες βρίσκονται στο κωδωνοστάσιο της μητρόπολης.