Την Παρασκευή ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Μπένι Γκαντς επρόκειτο να επισκεφθεί την Καλαμάτα όπου μαζί με τον Έλληνα ομόλογό του Νίκο Παναγιωτόπουλο θα εγκαινίαζαν το Διεθνές Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης.
Πρόκειται για την 120η Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος για την οποία η Αθήνα προέκρινε την επένδυση από ισραηλινή εταιρεία ώστε η βάση να μετατραπεί σταδιακά σ’ ένα πρότυπο διεθνές κέντρο εκπαίδευσης. Σε αυτό εκπαιδευτές θα είναι η ελίτ της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας με νοικιασμένα από το Ισραήλ αεροσκάφη Μ-365.
Θα μπορούσαν τα εγκαίνια να γίνουν σε χαμηλό επίπεδο αξιωματούχων. Αλλά από τη στιγμή που ο κ. Γκαντς αποδέχθηκε να συμμετάσχει και στη συνέχεια ακύρωσε την άφιξή του, σε συνδυασμό με την ανακοίνωση την ίδια ημέρα της επίσκεψής του στην Τουρκία και της συνάντησής του με τον τούρκο ομόλογό του, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά και αισθήματα.
Η Ελλάδα ωφελείται από αυτήν την εξέλιξη διότι οι πιλότοι της θα εκπαιδεύονται σε σύγχρονα μαχητικά αεροπλάνα, αλλά και τα οφέλη του Ισραήλ είναι επίσης εμφανή.
Το έργο δόθηκε στο Ισραήλ για πολιτικούς λόγους, παρά το γεγονός ότι σχετική πρόταση του Καναδά προηγήθηκε και ήταν περισσότερο συμφέρουσα.
Παρά το γεγονός ότι η ακύρωση της επίσκεψης του Ισραηλινού αξιωματούχου προκάλεσε αίσθηση στην Ελλάδα, το Ισραήλ φερόμενο αλαζονικά δεν εξέδωσε ούτε μια ανακοίνωση. Η διαρροή πληροφοριών στο ΑΠΕ-ΜΠΕ υπό τη μορφή πηγών ήταν και αυτή αλαζονική.
«Η ακύρωση της επίσκεψης του υπουργού Άμυνας Μπένι Γκαντς στην Ελλάδα οφείλεται σε λόγους που επιβάλλουν ο υπουργός να βρίσκεται στο Ισραήλ», ανέφεραν ισραηλινές πηγές.
Λες και ο υπουργός ο οποίος το τελευταίο διάστημα ταξιδεύει (τελευταίος προορισμός του το Αζερμπαϊτζάν) δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα του σε δύο ώρες αν προέκυπτε κάτι ενδιαφέρον. Η ειρωνεία της απάντησης και η αλαζονεία είναι εμφανείς.
Η ισραηλινή εφημερίδα The Jerusalem Post έγραψε για το επικείμενο ταξίδι στην Άγκυρα:
«Η επίσκεψη, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ισραήλ, έρχεται μετά από επίσκεψη στο Αζερμπαϊτζάν, στενό σύμμαχο της Τουρκίας. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετέβη στο Αζερμπαϊτζάν την Πέμπτη όπου συναντήθηκε με τον ομόλογό του Ιλχάμ Αλίεφ. Τόσο η Ιερουσαλήμ όσο και η Άγκυρα πούλησαν στο Μπακού όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην πρόσφατη σύγκρουση κατά της Αρμενίας.
»Ο Γκαντς θα βρεθεί στην Άγκυρα δύο μήνες μετά την επίσκεψη του επικεφαλής του πολιτικοστρατιωτικού γραφείου στο υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ, ταξ. (ε.α.) Ντρορ Σαλόμ. “Σκοπός της επίσκεψης ήταν να ανοίξουν ξανά οι δίαυλοι για αμυντικούς δεσμούς μεταξύ των χωρών. Κατά τις συναντήσεις, τα μέρη συμφώνησαν στα θέματα που θα συζητηθούν από τους υπουργούς», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Άμυνας».
Είναι σαφές ότι εκτός από τον προσβλητικό για την Ελλάδα τρόπο με τον οποίο γίνεται η επίσκεψη Γκαντς στην Τουρκία, η σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ φαίνεται να προτίθεται να αναθεωρήσει την προηγούμενη πολιτική σε ό,τι αφορά τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό θα πρέπει να προσεχθεί από την Αθήνα.
Αν η προσβολή έχει να κάνει με το ότι την πολιτική και την παρουσία ενός φοβισμένου κράτους δεν την υπολογίζει κανείς και του συμπεριφέρεται περιφρονητικά, η αλλαγή στάσης του Ισραήλ, αν στις εκλογές επικρατήσει ο σχηματισμός του σημερινού πρωθυπουργού Γιαΐρ Λαπίντ, δημιουργεί εξαιρετικά προβλήματα ασφαλείας για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Βεβαίως, σε σχετικά ισραηλινά δημοσιεύματα τονίζεται πως η βελτίωση των ισραηλοτουρκικών σχέσεων δεν θα επαναφέρει τις αμυντικές σχέσεις στην προτέρα κατάσταση, αλλά η γενικότερη συμπεριφορά του Ισραήλ –το οποίο αλλάζει την πολιτική του αναλόγως των κυβερνήσεων– πρέπει να προβληματίσει. Γιατί να πιστέψει κανείς στις διαβεβαιώσεις αυτές;
Η Ελλάδα βάσιζε πολλές από τις επιλογές της τα τελευταία χρόνια στο Ισραήλ, και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής με τις οποίες ανέπτυξε σχέσεις. Εκείνο που διαφαίνεται είναι πως οι σχέσεις αυτές αναθεωρούνται από την ευμετάβλητη πολιτική των μεσανατολικών κρατών αναλόγως της προσέγγισής τους από την Τουρκία.
Φυσικά όλες οι χώρες φροντίζουν τα συμφέροντά τους στο διεθνές πεδίο, εντούτοις είναι επιτακτικό για την Αθήνα το ερώτημα κατά πόσο μπορούν τόσο εύκολα, αναλόγως των συγκυριών, να αλλάζουν πολιτική. Πρέπει να το εξετάσει και να προσαρμόσει στην ελληνική πολιτική.
Δεν υπάρχει ισορροπία στην αλληλεξάρτηση Ελλάδας-Ισραήλ, με την παρούσα τουλάχιστον ισραηλινή κυβέρνηση. Η εξάρτηση που έχει το Ισραήλ από τη Ελλάδα και την Κύπρο είναι η χρησιμοποίηση του γεωγραφικού χώρου τους για ασκήσεις. Η εξάρτηση και της Κύπρου και της Ελλάδας από το Ισραήλ ξεκινά από τους εξοπλισμούς και φτάνει στη συνεργασία των λόμπι στην Ουάσινγκτον.
Το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι θέμα ασφάλειας που αντιμετωπίζει από την Τουρκία.
Μπορεί αυτή τη στιγμή η Τουρκία να αδυνατεί να προβεί σε κάποια ενέργεια στρατιωτικού χαρακτήρα διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιτυχίας, αλλά η γειτονική χώρα διαμορφώνει τους όρους ώστε να μπορέσει να υλοποιήσει τις απειλές της.
Η βελτίωση των σχέσεων της με τις χώρες της περιοχής –και κυρίως με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ–, αλλά προπάντων η βασική, απαράδεκτη μέχρι μαζοχισμού, αμερικανική αντίληψη για τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας, εμβάλλουν σε ανησυχίες. Τίποτε δεν εγγυάται ότι η Ουάσινγκτον δεν θα ανεχθεί κάποια ενέργεια βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα. Ούτε το Ισραήλ, με την παρούσα κυβέρνηση.
Χρειάζεται, λοιπόν, μια γενικότερη επαναθεώρηση και της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ερντογάν που του δίνει βαθμούς αυτονομίας στις κινήσεις του είναι η εγχώρια παραγωγή οπλικών συστημάτων και πολεμοφοδίων.
Κάτι στο οποίο η Ελλάδα υστερεί απολύτως. Λογικές πολιτικής και συνδικαλιστικής διαφθοράς έχουν εκμηδενίσει αυτή τη δυνατότητα, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη διάθεση των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Γαλλίας σε μια αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Παρ’ όλα όσα λένε οι στρατηγοί στις δημόσιες εμφανίσεις τους, η δυνατότητα παρατεταμένου πολέμου με την Τουρκία (που είναι το δόγμα που εξήγγειλε η πολιτεία σε περίπτωση κάποιας επίθεσης) είναι περιορισμένη. Αν διακοπεί η ροή πολεμοφοδίων από το εξωτερικό, ο αντίπαλος θα μπορεί να συνεχίσει. Η Ελλάδα είναι αμφίβολο.
Αλλά το βασικότερο όλων είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν ξέρει τι θέλει και πώς να το πετύχει. Ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας με ουσιαστικό ρόλο θα μπορούσε να καλύψει αυτό το κενό. Οι συντεχνιακές διαφορές των υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών πρέπει να παραβλεφθούν.
Αλλά και στην εξωτερική πολιτική απαιτείται μια αναθεώρηση, διότι η μακροχρόνια τακτική μιας φοβικής αντιμετώπισης των εξελίξεων έχει αποτύχει.
Βρισκόμαστε στην ώρα μηδέν.