Το προσφυγικό τραύμα, και πώς αυτό έχει μεταφερθεί μέχρι την 5η γενιά, είναι στο επίκεντρο του ερευνητικού προγράμματος και της ψηφιακής έκθεσης που μοιράζονται τον τίτλο «Από την Ιωνία στο Ιόνιο, πρόσφυγες στην Κέρκυρα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή». Υλοποιείται από την Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού.
Παιδιά που μεγάλωσαν με ιστορίες καταστροφής, αλλά και η έννοια του χρέους και της μνήμης που έχει περάσει στην επόμενη γενιά, εξετάζονται μέσα στον «μικρόκοσμο» της κερκυραϊκής κοινωνίας, όπως εξήγησε ο διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Ευστάθιος Πουλιάσης κατά την εισήγησή του στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο¹ που είχε θέμα την επόμενη μέρα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Κέρκυρα ήταν ένα από τα κυριότερα κέντρα προσωρινής εγκατάστασης των προσφύγων.
«Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης στο νησί σταδιακά επηρεάστηκε από τις προσδοκίες που είχαν οι πρόσφυγες για το μέλλον τους στη νέα πατρίδα και κληροδοτήθηκε στους απογόνους ως χρέος» σημείωσε ο Ευστάθιος Πουλιάσης, εξηγώντας ότι σε αυτό το πλαίσιο μελετήθηκε πώς οι απόγονοι δεύτερης και τρίτης γενιάς αισθάνονται σε σχέση με την καταγωγή τους.
Όπως ανέφερε, όλοι σχεδόν οι απόγονοι επισημαίνουν στις αναφορές τους πως έχουν επηρεαστεί από τη διαφορετική νοοτροπία των προσφύγων προγόνων τους.
«Και ας είναι 5η γενιά. Της τονίζω κάποια πράγματα και της λέω πως πρέπει να είναι περήφανη. Εγώ νομίζω ότι όλα ξεκινάνε από την οικογένεια. Απόδειξη τώρα τελευταία –είναι στη Γ’ λυκείου η κόρη μου και κάνουν την ιστορία για τη Μικρασιατική Καταστροφή– συζητούσαμε πάλι για τους πρόσφυγες και για τη ζωή τους εδώ» είπε στον ερευνητή απόγονος 4ης γενιάς η οποία ζει μόνιμα στην Κέρκυρα.
Στις αναμνήσεις συγκαταλέγονται τραγούδια και φαγητά, μυρωδιές και ήχοι. Τα οικογενειακά κειμήλια, επίσης, διατηρούν την προσφυγική μνήμη των οικογενειών.
Ιδιαίτερη θέση στην προσφυγική μνήμη έχει και το κενοτάφιο του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, ο οποίος συνόδευσε στην Κέρκυρα τους Φαρασιώτες πρόσφυγες της Ανταλλαγής. Από το ίδιο νησί πέρασε και η οικογένεια του μετέπειτα Οσίου Παϊσίου.
Η Κέρκυρα, αν και βρίσκεται στο αντίθετο άκρο της ελληνικής επικράτειας, αναδείχτηκε από τον Δεκέμβριο του 1922 ως ένα από τα κυριότερα κέντρα προσωρινής εγκατάστασης. Παρόλο που δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για την υποδοχή τόσων χιλιάδων ανθρώπων, διέθετε λιμάνι, στρατώνες και άλλα βοηθητικά κτήρια στο παλιό φρούριο για τη στέγαση, καθώς και δύο μικρές νησίδες, το Βίδο και το Λαζαρέτο, που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως λοιμοκαθαρτήρια.
Από το 1922 ως το 1924 κατέφτασαν περίπου 30.000 πρόσφυγες από Μικρά Ασία, Πόντο και Θράκη, ωστόσο ως νησί είχε περιορισμένες δυνατότητες με συνέπεια μόνο 1.000 άτομα να εγκατασταθούν μόνιμα.
«Η προσφυγική μνήμη των απογόνων στην Κέρκυρα ως κάποιο βαθμό παραμένει ισχυρή, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται σε σχέση με άλλους απογόνους που μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικές περιοχές. Ο μικρός αριθμός αυτών, σε συνδυασμό με την απουσία πολιτιστικών συλλόγων και άλλων δράσεων, επηρεάζει την ευρύτερη διάχυσή της στην τοπική κοινωνία. Τα εναπομείναντα προσφυγικά σπίτια, τα ταφικά μνημεία και άλλα τοπόσημα παραμένουν εκεί για τον ερευνητή που θα κληθεί να τα αναζητήσει ή για την πολιτεία σε περίπτωση που θελήσει να τα αναδείξει», κατέληξε ο Ευστάθιος Πουλιάσης.